Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα του. Νόμιζα πως δεν θα τέλειωνε ποτέ αυτή η νύχτα, μαύρο ύπνο έκανα. Ο Σωτήρης βγαίνει απ’ το μπάνιο και μπαίνει στο δωμάτιο:
«Xθες βράδυ... ήσουν λίγο ανήσυχη...»
«Ναι;», λέω δήθεν αδιάφορα, όσο δένω τα κορδόνια μου.
«Ναι, ξέρω ’γω... Σαν να έκλαιγες στον ύπνο σου.»
«Δεν ξέρω... Μπορεί να έβλεπα τίποτε περίεργο και να φοβήθηκα...»
«Έτοιμη;»
«Ναι, πήγαινε στο αυτοκίνητο, κλειδώνω κι έρχομαι!»
Αρχίζω να κάνω τους κλασικούς ελέγχους, κλειστός θερμοσίφωνας, κλειστοί διακόπτες και μπαλκονόπορτες, συσκευές εκτός πρίζας, μάτια κουζίνας, κλειδωμένα κοσμήματα, πλυμένα πιάτα, πεταμένα σκουπίδια... και τέλος, κάποιες πετσέτες απλωμένες με τα μανταλάκια τους στην απλώστρα –μυστικό, ώστε να μην φαίνεται ότι κάποιος λείπει απ’ το σπίτι και δίνει στόχο.
Γυρνάει στο μυαλό μου εκείνο το «βλέπουμε» του Σωτήρη... Πόσο θα ήθελα να με πείσω πως ήταν κάτι θετικό! Μπορεί ν’ άλλαξε γνώμη για το μεταξύ μας που ήταν παγωμένο τόσο καιρό και να ήθελε δώσει μία ευκαιρία στην όλη κατάσταση, να το πάμε πιο χαλαρά, χωρίς πίεση. Πόσο γρήγορα όμως γκρεμίστηκαν οι προσδοκίες μου... Χθες βράδυ, αφού κάναμε ό,τι κάναμε, περίμενα να με πάρει μια αγκαλιά, να είναι λίγο πιο θερμός... Σαν να με χρησιμοποίησε μόνο για όση ώρα τον βόλευε. Κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως στην άλλη άκρη του κρεβατιού, κι έτσι έμεινα ήσυχη ότι τουλάχιστον δεν θα άκουσε τις κοντές αναπνοές που έπαιρνα με δυσκολία. Ίσως να ήταν και λυγμοί. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, μπορεί και κρίση πανικού. Αλλά επειδή δεν τελείωσα κιόλας –τι πρωτότυπο– ένιωσα εις διπλούν αυτό το συναίσθημα της απελπισίας. Έμεινα μόνο με το εσώρουχο, κοιτώντας το ταβάνι, απορώντας, προσπαθώντας να καταλάβω τον λόγο που τελικά συνέβη, αν σημαίνει κάτι ή τσάμπα χάρηκα. Τώρα νιώθω καλύτερα όμως. Ίσως το «βλέπουμε» να πρέπει να το πάρω κι εγώ τελείως ελαφριά, πολύ χαλαρά, να αφήσω το πράγμα να πάει μόνο του, σιγά-σιγά. Ναι, νιώθω καλύτερα... Θα φέρομαι έως και φιλικά, θα πιεστώ, αλλά θα το κάνω.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο και φοράω το χαμόγελό μου.
«Λοιπόν, φούρνο, καφέ, Στέφη, Άλεξ και δρόμοοο...»
Είναι ευδιάθετος. Αυτό μου δίνει λίγο κουράγιο, μου διώχνει τη νευρικότητα. Πρέπει να έχω υπομονή. Ακόμα κι αν όλα πάνε καλά δεν θα πρέπει να δείξω ότι πιέζω καταστάσεις, θα το αφήσω πάνω του.
Ξεκινάμε. Είναι καλή στιγμή να πάρω τα παιδιά τηλέφωνο, να ετοιμάζονται, ώστε να περάσουμε να τους πάρουμε, να μου πουν και τι καφέ θέλουν...
«Ωραία, έτοιμοι και οι δύο.»
«Μια χαρά... Νομίζω εδώ στην πλατεία έχει να σταματήσω, ε;»
«Έχει, έχει... Να, εδώ!». Σταματάει έξω από ένα café και βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο.
«Θα πάρω και κανένα κουλούρι να ’χουμε. Τι καφέ θες;»
«Φρέντο εσπρέσο μέτριο στέβια.»
«Ωραία, έρχομαι...»
«Νερά μεγάλα πάρε!!», φωνάζω, αλλά δεν ξέρω αν με άκουσε.
Δεν μου είναι τόσο εύκολο να πείσω το μυαλό μου να σταματήσει να βασανίζεται απ’ την υπερ-ανάλυση, αλλά παίρνω βαθιές ανάσες και προσπαθώ. Θα το κάνω, άει σιχτίρι...
Ο Σωτήρης επιστρέφει και μου δίνει μία τσάντα με νερά, κουλούρια και μία χάρτινη βάση με τέσσερεις καφέδες. Βάζει τη ζώνη του και ξεκινάμε για το σπίτι της Στέφης. Αρχίζω να βάζω καλαμάκια στους καφέδες και δίνω στον Σωτήρη μια γουλιά από τον δικό του, για να ανοίξει το μάτι του:
«Έλα, η πρώτη του οδηγού... Καλημέρα!»
«Φέρε, φέρε... Ααααχ.... ΤΩΡΑ καλημέρα!», γελάμε κι ανεβάζει την ένταση της μουσικής.
Κοιτάω έξω απ’ το παράθυρο και απολαμβάνω τη διαδρομή. Τι ωραία μέρα. Τι όμορφος ήλιος... Τον αφήνω να βλέπει το πρόσωπό μου μέσα απ’ το ελαφρώς φιμέ τζάμι του συνοδηγού. Ανασηκώνω τα γυαλιά ηλίου και πίνω μία γουλιά απ’ τον παγωμένο μου εσπρέσο. Ααααχ... Καλοκαίρι. Καλοκαίρι, παιδιά μου. Πολύ το περίμενα το καλοκαίρι. Στα ηχεία ακούγεται ελληνική ροκ. Ω, πόσο μου είχε λείψει! Ο Σωτήρης έχει φτιάξει μία εξαιρετική λίστα με τραγούδια, που σε κάθε αλλαγή με πορώνει όλο και περισσότερο. Η Στέφη κι έπειτα ο Άλεξ προστίθενται με τη σειρά τους στην παρέα και κάνουν το αυτοκίνητο φασαριόζικο με τον πιο ευχάριστο τρόπο.
Όσο τα χιλιόμετρα πίσω μας αυξάνονται, τόσο αυξάνονται και τα χαμόγελα. Η διαδρομή είναι πραγματικά υπέροχη, αναζωογονητική θα έλεγα, και καθώς περνάμε ανάμεσα απ’ τα δέντρα του καταπράσινου βουνού, δεν μας ταλαιπωρεί η ζέστη. Αφού κάποια στιγμή χαμηλώσαμε και τη μουσική να φανταστείς, ανοίξαμε τα παράθυρα για να ακούμε τα νερά από τα ποτάμια που προσπερνάμε. Νιώθει κανείς να ηρεμεί, μόνο και μόνο από το αεράκι στα μάγουλα και στο κούτελο. Είναι μαγικά.
Πλησιάζοντας στον προορισμό μας αρχίζουμε να βλέπουμε το λιμάνι, να μπαίνουμε για λίγο στην πόλη, κι έπειτα στον παραλιακό δρόμο που είναι γεμάτος από όμορφα bar και εστιατόρια. Να και το ξενοδοχείο, ένα χαριτωμένο κτίσμα με δωμάτια στους δύο ορόφους του. Όλα τους έχουν πλατύ μπαλκόνι σαν μεγάλη βεράντα, με τραπέζι και καρέκλες. Στους λευκούς τοίχους του υπάρχουν κρεμασμένα καλοκαιρινά διακοσμητικά και ο δυνατός μεσημεριανός ήλιος αντανακλά ζωηρά πάνω τους. Μπαίνουμε στη ρεσεψιόν και τα αγόρια κάνουν τις συνεννοήσεις για τα κλειδιά, όσο εγώ και η Στέφη έχουμε πιάσει ψιλή κουβέντα.
«Κορίτσια, τι λέτε, πάμε να αφήσουμε πράγματα, να πάμε για καμιά βουτιά και μετά κανένα ταβερνάκι να φάμε;»
«Και μετά να πάμε και σουπερμάρκετ», λέει η Στέφη.
«Ωωω, ναι», συμφωνεί ο Αλέξανδρος, «ουζάκι, λεμόνια... και πάγο να βρούμε.»
«Κομπλέ. Ορίστε, κυρίες μου, τα κλειδιά σας, ραντεβού σε μισή ώρα», λέει ο Σωτήρης και η Στέφη παίρνει τα κλειδιά. Έχουμε το δωμάτιο Νο. 10 και τα αγόρια το 11.
«Τι ραντεβού μωρέ, δίπλα-δίπλα δεν είμαστε;»
«Α, ναι!»
«Ε, θα σας χτυπήσουμε!»
«Με το μαλακό, όμως!», λέει ο Αλέξανδρος όσο απομακρύνεται και οι υπόλοιποι ακολουθούμε ώσπου φτάνουμε έξω απ’ τα δωμάτιά μας, στο υπερυψωμένο μπαλκόνι του ισογείου. Είναι σαν διάδρομος και τα δωμάτιά μας βρίσκονται στο τέλος του.
«Αχ, έχουμε καβατζώσει τη γωνία! Τι ωραία!», αναφωνώ.
«Να ενώσουμε τα τραπέζια, ν’ αράξουμε το βράδυ!»
«Κάτσε να τα ενώσουμε τώρα, να είναι έτοιμα», λέει ο Αλέξανδρος και πιάνει το τραπέζι τους για να το ενώσει με το δικό μας. Ο Σωτήρης φέρνει και τις δύο καρέκλες τους.
«Ααα... ωραίο είναι!», ακούγεται η Στέφη, που άνοιξε ήδη το δωμάτιο και άφησε τη βαλίτσα της δίπλα απ’ το κρεβάτι.
«Για να δω», λέει ο Σωτήρης μπαίνοντας μέσα. «Και ωραίο κρεβάτι, να απλώνονται τα κορίτσια μας...»
«Πάω να δω και το δικό σας... Ρε, σεις», κοντοστέκεται, «φαντάζεστε να ανοίγει με το ίδιο κλειδί; Χοχοχο....», και με μεγάλη της έκπληξη διαπιστώνει ότι τα κλειδιά είναι όντως ίδια!
«Θα κάνω “ντου” στα στέκια που αράζετε», λέω με νόημα και ξεσπάω σε γέλια.
«Θα σας πούμε εμείς πότε, να μας πετύχετε με τα σώβρακα!»
«Το θέμα είναι να σας πετύχουμε χωρίς, μωρό μου... Αλλιώς δεν έχει γούστο...»
«Καλέ!», λέει δήθεν ντροπαλά ο Αλέξανδρος, καλύπτοντας τον καβάλο του.
«Α, ναι, δεν έχουμε ξαναδεί, έχετε δίκιο...»
Δεν ξέρω αν έχεις υπάρξει ποτέ σε σχολή χορού, σε καμαρίνια, σε αποδυτήρια, εκεί η λέξη «κρυφά» συνήθως δεν παίζει, ουδέποτε όμως είχα τέτοια κολλήματα, όλοι έχουμε πλάτες, μπούτια, κώλο, στήθος...
«Ε, άντε, βάλτε μαγιό να σας δούμε τότε...», γελάει ο Σωτήρης κι αράζει στο κρεβάτι φαρδύς-πλατύς βάζοντας και τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι.
«Κάπου εδώ είχα και κάτι ποπ-κορν...», ξαπλώνει δίπλα κι ο άλλος.
«Δεν κωλώνωωω..!!!», λέω δυνατά, μιμούμενη την κίνηση ξεκουμπώματος ζώνης παντελονιού.
«Έλα, έλα, σηκωθείτε γιατί στο τέλος εσάς θα περιμένουμε, θέλω να κάνω ηλιοθεραπεία να πάρω χρώμα!», τους ξεκουνάει η Στέφη.
«Ναι, ναι, έλα man, σήκω...», συμφωνεί ο Αλέξανδρος.
Βάζω στα γρήγορα το μαγιό μου στην κρεβατοκάμαρα και η Στέφη στο μπάνιο. Βγαίνω στο μπαλκόνι για να περιμένω τους υπόλοιπους και πασαλείβομαι με αντηλιακό. Έπειτα βάζω ένα κοντό σορτς και σαγιονάρες. Δεν είναι κανείς άλλος στο μπαλκόνι, τα διπλανά δωμάτια είναι ακόμα άδεια.
Αυτή η μεσημεριανή ησυχία με τον ήλιο “ντάλα” πάντα με ηρεμούσε. Το μόνο που ακούγεται είναι τα τζιτζίκια που παραπονιούνται για την αυγουστιάτικη ζέστη. Η θέα από το μεγάλο μπαλκόνι του δωματίου σου κόβει την ανάσα...
KAMU SEDANG MEMBACA
ΤΡΙΑ ΕΝΑ
ChickLit«Ήξερε ότι η βραδιά δεν θα κλείσει απλά έχοντας πιει ένα ποτό. Η ατμόσφαιρα εκεί σαν να μην σε αφήνει. Σαν να σε τυλίγει ένα πέπλο ερωτικό, αέρινο με το που πατάς το πόδι σου μέσα. Σαν από αυτό το πέπλο να σχηματίζονται δύο χέρια που νοητά σου βγάζο...