ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22

14 2 0
                                    

«Ό,τι πρέπει θα σου είναι αυτή στο ύψος!»
Βγάζει απ’ την ξύλινη ντουλάπα μία κρεμάστρα που πάνω της είναι μία φορεσιά σε χρυσό χρώμα. Την κρατάει μπροστά μου.
«Αααα... κάνει ωραία αντίθεση με τα μαλλιά μου!»
«Φτου, φτου, θα σε καμαρώνω. Να βρεις και κάτι σε κόσμημα, σε πέρλες... Κάτι, και θα είσαι μια χαρά... Α, μαντήλι να σου δώσω, κράτα...», λέει και ψάχνει στο χαμηλό ράφι. «Εδώ σ’ έχω, έτοιμη!»
«Ευχαριστώ, Πρόεδρε. Θα την τιμήσω δεόντως.»
«Ξεκινήσατε πρόβες με τα παιδιά;»
«Ναι, κανονικά. Ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά για το ταξίδι.»
«Άντε να γυρίσετε, να βάλουμε κάτω και τα της εκδήλωσης εδώ, ε; Μην με ξεχάσετε, τον έρμο!»
«Ά, πα, πα! Φωτιά να πέσει να με κάψει! Σχεδόν έτοιμο σ’ έχω, μία τζενεράλε θέλω μόνο, να μιλήσουμε με τον τεχνικό για τα φώτα και να δούμε σε ποια σημεία θα σταματάει ο χορός για να πέφτουν ενδιάμεσα τα βίντεο, ο Άγγελος τα έχει τελειώσει. Προχωράμε!»
«Θα του πω να τα φέρει να τα δω στην επόμενη πρόβα. Θα σκίσουμε! Άντε, καλό ταξίδι και καλούς χορούς!»
Βγαίνω απ’ το βεστιάριο και διασχίζω διακριτικά την αίθουσα χορού για να μην διακόψω την πρόβα. Ο Άγγελος μέσα απ’ τον κύκλο μου κλείνει το μάτι. Με μια κίνηση του χεριού μου του δίνω να καταλάβει ότι θα τον περιμένω έξω.
Τόσο κρύο δεν μπορώ να το παλέψω μόνο μ’ ένα φούτερ... Κατευθύνομαι προς το αυτοκίνητο, αφήνω προσεκτικά τη φορεσιά στο πίσω κάθισμα και βάζω το μπουφάν μου. Κλειδώνω τις πόρτες κι επιστρέφω στον Πρόεδρο μέχρι να τελειώσει η πρόβα:
«Λοιπόν, θα μιλήσω με τον Άγγελο, να με βάλει κι εμένα στο πνεύμα σχετικά με τα βίντεο, θέλω να δω και μαζί του την όλη ροή της εκδήλωσης, πότε παίζει βίντεο, πότε βγαίνει χορευτικό, ανάβουν φώτα, σβήνουν φώτα...»
«Βέβαια να το δείτε, θέλουμε την άποψή του τη σκηνοθετική.»
«Κανένα κείμενο για την ομιλία σου έγραψες;»
«Κάτι έχω βάλει αρχή και γράφω, και τα δικά σου γράφω. Χαιρετούρες, δήμαρχος, δημοτικοί σύμβουλοι, τα κλασικά, αυτά τα ξέρεις.»
«Ξέρω... Πάλι δέκα χρόνια θα μιλάει ο δήμαρχος...»
«Όχι, φέτος δεν έχει! Θα του πω αυστηρά τρία λεπτά. Σου έχω ετοιμάσει και λόγια ενδιάμεσα απ’ τα χορευτικά, όπου χρειάζεται, αλλά θέλω να τα κάνουμε και πρόβα γιατί δεν θα τα διαβάζουμε από χαρτιά. Έχω συνεννοηθεί με τον τεχνικό να μας έχουν τα κείμενα σε οθόνες απέναντί μας, πώς λένε τις ειδήσεις;;», λέει και μου κλείνει το μάτι χαρούμενος.
«Αααα, καλάαα... Χόλυγουντ! Ωραία, να το δούμε.»
«Πώς πήγε η πρόβα σας την Τρίτη;»
«Πολύ καλά και νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να πάρω βήμα με τόσα χρόνια εκτός! Δεν ξεχνιέται τελικά το άθλημα... Ήταν ωραία, και τα παιδιά εκεί, και ο δάσκαλος, η ομάδα είναι πολύ δυνατή.»
«Μπράβο, γλυκιά μου, χαίρομαι. Με το καλό το φεστιβάλ κι όταν επιστρέψετε θα ’χουμε δύο βδομάδες τράτο να ετοιμαστούμε κι εμείς, θα γίνει μία εκδήλωση φοβερή!»
«Δεν δέχομαι τίποτε λιγότερο!», λέω με ύφος απαιτητικής βασίλισσας βγάζοντας ένα τσιγάρο απ’ την τσάντα μου, πάνω στην ώρα που άρχισε ο κόσμος να βγαίνει απ’ την αίθουσα καθώς η πρόβα τελείωσε. Με τη σειρά του βγήκε και ο Άγγελος:
«Χαίρετε, αγαπητή μου!»
«Καλώς τον καλλιτέχνη...», του απαντώ.
«Με δύο καλλιτέχνες δεν φοβάμαι τίποτα, θα σκίσουμε!», λέει ο Πρόεδρος χτυπώντας τον Άγγελο στην πλάτη.
«Σε θέλω για τα βίντεο, δεσποινίς, να σου πω τι έχω στον νου μου, να έχεις κι εσύ μια ιδέα στο περίπου.»
«Θα στο ’λεγα κι εγώ, αν έχεις χρόνο έλα εδώ έξω να μου κάνεις παρέα. Βιάζεσαι;»
«Μπα...»
«Πάω προς τα μέσα, πείτε τα εσείς, Άγγελε, φέρ’ τα μου το Σάββατο εμένα», λέει ο Πρόεδρος μπαίνοντας στην αίθουσα.
Παίρνω την τσάντα μου και βγαίνω έξω κουμπώνοντας μέχρι πάνω το μπουφάν μου. Ο Άγγελος με ακολουθεί και κάθεται δίπλα μου, στο πεζούλι της εισόδου. Φέρνω το τσιγάρο στα χείλη μου και το ανάβω:
«Λοιπόν; Για “βάλε με στον φούρνο”...»
«Πού;;;», ρωτάει απορημένος.
«Στο ψητό, ντε...»
«Αααα... Χαχαχα! Εννόησα! Λοιπόν, έχω κατά νου κάτι απλό, μία γυναίκα, μεγάλη σε ηλικία να λέει μία ιστορία απ’ τον τόπο της, και εμβόλιμα πλανάκια με κοντινά στα χέρια, στο πρόσωπό της... Ίσως τη βάλω να πλέκει ή να τρίβει ρίγανη ας πούμε, κάτι τέτοιο, σαν ντοκιμαντέρ σκέψου το, σπασμένο σε κομμάτια.»
«Μμμμ! Μ’ αρέσει!»
«Ακόμα δεν ξέρω αν θα βάλω χαλί ή ακόμα καλύτερα αν θα μπορούσαμε να έχουμε κάποιον μουσικό στη σκηνή να παίζει live κάτι στο χαμηλό.»
«Κι αυτό πολύ καλή ιδέα! Κι αν χρειαστείς βοήθεια εδώ είμαι, να ξέρεις. Σου ’χω πει, σκηνοθέτης δεν είμαι, αλλά όλο και κάτι σκαμπάζω, λίγο από μοντάζ, λίγο από ντεκουπάζ...»
«Μπαααα, ξέρεις και το ντεκουπάζ;;»
«Χαχαχα... Ό,τι μπορώ και μου αρέσει το μαθαίνω.»
«Πόθεν πώς;»
«Κάποια στιγμή είχε τύχει να φτιάξω story board για ένα διαφημιστικό, οπότε ο σκηνοθέτης μου έστειλε το ντεκουπάζ για να ξέρω πώς και τι να σχεδιάσω... Ήταν παλούκι στην αρχή, δεν το είχα ξανακάνει, αλλά φοβερή εμπειρία, μεγάλο σχολείο. Δημιουργία η σκηνοθεσία! Έκφραση... Όμορφη η δουλειά σου!»
«Και η δουλειά σου, η δουλειά μας δηλαδή. Και η γραφιστική είναι έκφραση.»
Γυρνώ το σώμα και το κεφάλι μου μπροστά, κοιτώντας τα δέντρα της πλατείας. Ο Άγγελος κοιτά κι αυτός και ανακάθεται εκπνέοντας.
«Και ο χορός είναι έκφραση...»
«Και το σεξ είναι έκφραση...», συνεχίζει, χωρίς να πάρει χαμπάρι κάποιους που βγήκαν βιαστικά απ’ την πόρτα. Καλύπτει το στόμα του κι εγώ δαγκώνω το κάτω χείλος μου γελώντας σιγανά. «Με άκουσε;;;», ρωτά με αγωνία όσο κοιτά τους ανθρώπους να πηγαίνουν προς το πάρκινγκ.
«Ε, και; Είπες κάτι ψέματα;;!»
«Ίσα-ίσα!», λέει μ’ αυτό το σοβαρό ύφος που παίρνει όταν αστειεύεται, ενώ εγώ γελάω ακόμα. «Μπορείς να καταλάβεις πολλά για τον χαρακτήρα κάποιου μέσα από αυτό.»
«Αλήθεια είναι...»
«Βέβαια. Δεν εκφράζεσαι μέσα απ’ αυτό;»
Οι μαθητές συνεχίζουν να αποχωρούν, καθώς η πρόβα τελείωσε.
«Ανοίγεις μεγάλη κουβέντα και δεν ξέρω αν έχεις τόσο χρόνο», σβήνω το τσιγάρο μου.
«Έχω, έχω. Για πες.»
Βάζω τα χέρια μου στις πλαϊνές τσέπες του μπουφάν και παίρνω μία βαθιά ανάσα:
«Εγώ και το σεξ έχουμε κάπως περίεργη σχέση. Ο πρώην μου να σκεφτείς ήταν ο πρώτος που κατάφερε να με κάνει να τελειώσω, και αφού χωρίσαμε κάτι μπλόκαρε μέσα μου. Βάλε και κάτι προηγούμενα, ήδη σπασμένα... Τέσσερα χρόνια μετά, νιώθω σαν να παλεύω να βρω μία ισορροπία ανάμεσα σε όλα εκείνα που έχω ήδη ζήσει, σε αυτά που θα ήθελα και σε όσα “νορμάλ” μας έχει περάσει η κοινωνία.»
«Για το ερωτικό κομμάτι λέμε πάντα.»
«Ναι. Αυτά τα τρία μαζί, σαν να μην ταυτίζονται μέσα μου, σαν να μην συμφωνούν. Σκέφτομαι κάπως ανορθόδοξα ίσως και μπορεί να παρεξηγηθώ εύκολα... Δεν μου ήρθαν και βολικά τα πράγματα με τους ανθρώπους. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορούμε να ταιριάζουμε με όλους, αλλά το να κοροϊδεύουν ή να πληγώνουν χωρίς δισταγμό, δεν θα το καταλάβω ποτέ.»
«Δηλαδή; Αν θες μου λες, δεν θέλω σε καμία περίπτωση να γίνω αδιάκριτος.»
«Δεν έχω θέμα... Στ’ αλήθεια δεν έχω. Για κάποιον λόγο νιώθω ότι μπορώ για όλα να σου μιλήσω.»
«Για τον πρώην τα καρφιά;»
«Γενικά... Όσο για τον πρώην, δεν με πείραξε που με χώρισε, αλλά το ψέμα που μου είπε. Δεν είναι τώρα αιτία χωρισμού λίγα κιλά παραπάνω.»
«Τι σου είπε;»
«Βαρέθηκε, λέει, να με σηκώνει ψυχολογικά εκείνους τους έξι μήνες που γκρίνιαζα επειδή πάχυνα. Ok δηλαδή, εγώ εννιά χρόνια δεν κουράστηκα να τον σηκώνω; Να κάνω υπομονή να δώσει εξετάσεις, με το άγχος του, το διάβασμά του... Να μπει στη σχολή του, να περάσει τέσσερα χρόνια εσώκλειστος εκεί μέσα και να τον βλέπω μία φορά την εβδομάδα, με ξεσπάσματά του, να πηγαίνει μετά ταξίδια, να λείπει...»
«Έλα, ρε συ... Πόσο τράβηξε αυτό;»
«Τέσσερα χρόνια σχολή κι άλλα δύο στα ταξίδια, έξι... Ξέρεις πόσες φορές πήγα έξω απ’ τη σχολή του, μόνο και μόνο επειδή ήξερα ότι ήταν εκεί; Όχι για να τον δω, δεν γινόταν να τον δω. Έπαιρνα όμως το λεωφορείο, πήγαινα στο παγκάκι με μια ζεστή σοκολάτα στο χέρι και τ’ ακουστικά στ’ αυτιά μου. Έκανα δύο τσιγάρα κι έφευγα. Έτσι, για να παίρνω δύναμη, να τον νιώθω δίπλα μου. Δεν του το είπα ποτέ... Όπως και να ’χει, να μην λέω τώρα τα του πρώην, θέλω απλά να τα ξεχάσω. Περισσότερο είμαι θυμωμένη γιατί μετά από έξι μήνες περίπου έμαθα ότι τελικά υπήρχε άλλη.»
«Μετά από σένα;»
«Ταυτόχρονα με μένα!»
«... Όχι, ρε...»
«Ω, ναι. Και θα την παντρευτεί σε λίγους μήνες, κι αυτό από σπόντα το έμαθα. Και αντί να μου πει την αλήθεια, που μεγαλώσαμε μαζί, που τα λέγαμε όλα, μου είπε ότι δεν βλεπόμαστε συχνά λόγω της δουλειάς του και ότι ξεσυνήθισε να έχει κοπέλα. Θες και το κορυφαίο; Μου είπε στα μούτρα ότι ήμουν το πιο εύκολο από τα προβλήματα που είχε, αυτό που θα έλυνε δηλαδή πιο αναίμακτα, χωρίς φωνές, σκηνές και λοιπά. Το ρεζουμέ είναι ότι έτυχα και τυχαίνω σε ανθρώπους που είτε θα με πληγώσουν είτε δεν με καταλαβαίνουν.»
«Τι να πω... Σε νιώθω γιατί κάποιες φορές κι εγώ σαν εξωγήινος αισθάνομαι, σαν να μιλάω άλλη γλώσσα. Είναι δυσεύρετη μια καλή σύνδεση με κάποιον, να μπορείς να συνεννοείσαι.»
«Τραγικά δυσεύρετη. Σπάνιο να τα βλέπετε τα πράγματα απ’ την ίδια σκοπιά.»
«Ναι, δυστυχώς είναι απογοήτευση.»
«Αυτό! Απογοήτευση! Μπορείς να δώσεις ευκαιρίες σε άλλους όταν οι προηγούμενοι σου έχουν δείξει το χειρότερό τους πρόσωπο, ρε συ; Δεν φοβάσαι μετά;»
«Ε, δεν μπορείς εύκολα. Όταν περνάνε στο πετσί σου κάποιες άσχημες εμπειρίες, ο εγκέφαλος μετά τις παίρνει συνήθως ως κάτι δεδομένο.»
«Έτσι. Και δεν τις ξεχνάς και ποτέ. Αν και ο ψυχολόγος μου λέει ότι υπάρχει μία τεχνική ύπνωσης που μπορεί να σε κάνει κατά κάποιον τρόπο να ξεχάσεις.»
«Πας σε ψυχολόγο; Μπράβο...»
«Πάω και σε τέτοιον. Προσπαθεί κι αυτός όσο μπορεί για να βγάλει κάποιες άσχημες εμπειρίες μέσα απ’ το κεφάλι μου... Καλά, να τις βγάλει εντελώς δεν ξέρω αν μπορεί... Να τις αλλάξει ίσως, βασικά αυτό προσπαθεί.»
«Καλά, πόσους κακούς πρώην έχεις;», με πειράζει, μήπως με κάνει να γελάσω, και χαίρομαι που το καταφέρνει.
«Εκατό! Όχι μωρέ, δεν είναι όλα για πρώην. Κάτι άλλα είναι...»
«Δώσ’ μου ένα παράδειγμα, βρε παιδί μου, να καταλάβω.»
«Ένα παράδειγμα... Πώς να ξεκινήσω...»
«Γρήγορα πες το, σαν τσιρότο.»
«Σωστό... Ok, πάμε. Στα 11 μου είχα μια παιδική φίλη, μεγαλώσαμε μαζί. Ο πατέρας της... είχε προσπαθήσει κάποια στιγμή να με φιλήσει και ... υπήρξαν φορές που... ας πούμε ότι είχε “μακρύ χέρι”, με ακούμπησε σε σημεία που σ’ αυτή την ηλικία πρέπει να τα αγγίζει μόνο το νερό του ντουζ». Βγάζω απ’ την τσάντα μου ένα τσιγάρο. Τραβάω μία ρουφηξιά και όσο η νικοτίνη μπαίνει μέσα μου νιώθω ανακούφιση. Ο καπνός αρχίζει να απλώνεται στην ατμόσφαιρα και να την κατακλύζει, σαν τις κακές αναμνήσεις μου. Το οπτικό πεδίο μου θολώνει, όπως κι εκείνες μου θολώνουν την ψυχή. «Άγγελε... Σου είχαν πει ποτέ οι γονείς σου να προσέχεις τι σου ρίχνουν στο ποτό; Εγώ τους κορόιδευα. Όχι πια.»
Ο Πρόεδρος βγαίνει έξω κλειδώνοντας την πόρτα του συλλόγου και το βουλώνω. Ευτυχώς.
«Ωπ! Τι γίνεται, ρε καλλιτέχνες;; Εδώ είστε ακόμα;»
«Να, εδώ λέγαμε για την εκδήλωση, τα βίντεο, μέχρι να τη βάλω λίγο στο πνεύμα την παρουσιάστρια, μας πήρε η ώρα... Σε λίγο θα κατηφορίσουμε κι εμείς.»
«Καλά κάνετε, πείτε τα... Εγώ σας χαιρετώ!»
«Καληνύχτα...»
Δεν μιλάει κανείς μας ώσπου να τον δούμε να μπαίνει στο αυτοκίνητό του. Στην πλατεία επικρατεί απόλυτη σιγή.
«Αρκετά για απόψε... Κάποια στιγμή μπορεί να στα πω με λεπτομέρειες», συνέρχομαι, σβήνω το τσιγάρο μου και ψάχνω για καραμέλα στην τσάντα μου.
«Όποτε θέλεις. Εεεε... Τι κάνουμε, πάμε;»
«Ναι! Ναι, πάμε...»
Σηκωνόμαστε απ’ το πεζούλι και πηγαίνουμε προς το πάρκινγκ. Πρέπει να είναι απ’ τα πιο αργά βήματα που έχω κάνει όσο περπατάω.
«Το μόνο που φαντάζομαι είναι ότι δεν θα μπορείς να εμπιστευτείς άνθρωπο μετά απ’ όλα αυτά.»
«Δύσκολα πια...»
«Για έκφραση και σεξ ξεκινήσαμε, δεν κατέληξες.»
«Καλά λες, σε ζάλισα τόση ώρα μόνο και μόνο για την εισαγωγή! Έλεος...»
«Δεν με ζαλίζεις...»
«Thank you... Εκεί που ήθελα να καταλήξω είναι ότι με τούτα και με κείνα, δεν μπόρεσα να δώσω ευκαιρίες στον εαυτό μου να εκφραστεί από μόνος του, δεν ένιωσα ποτέ ελευθερία όπως θα την ήθελα, σαν να φοβόμουν γενικά, μπορεί και να βολεύτηκα μετά στην ασφάλεια της σχέσης. Ντρέπομαι λίγο για αυτό, μα πάντα ένιωθα ότι έχω πολύ καταπιεσμένο ερωτισμό. Δεν ανακάλυψα κάτι καινούριο, έκανα τα ίδια και τα ίδια, μόνο για τους άλλους, σαν υποχρέωση.»
«Μηχανικά δηλαδή, φασόν!»
«Χαχαχα! Φασόν, ναι...»
«Ε, δεν πρέπει να είναι φασόν το σεξ.»
«Δεν μπορεί να είναι. Είναι ανταλλαγή ενέργειας, βρε παιδί μου... Μετά από αυτό δεν είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος, έχεις κερδίσει κάτι, έχεις χάσει κάτι. Ο άλλος σε βλέπει στην πιο ευάλωτη στιγμή σου, ακόμα κι αν συναισθηματικά δεν υπάρχει τίποτα, ακόμα κι αν είναι μόνο για μία φορά. Οι αγάπες, οι καρδούλες και τα συναισθήματα είναι υπέροχο όταν υπάρχουν, δεν λέω, αλλά...», σταματώ τα βήματά μου και στεκόμαστε στα σκαλοπάτια του πάρκινγκ, «...υπάρχει και η άλλη όψη. Να το πω;;»
«Ελεύθερα.»
«... Η καύλα. Όχι στο σώμα τόσο, αλλά στο μυαλό κυρίως, να υπάρχει το μυστήριο, να νιώθεις ότι μπορεί κάποιος να σε κάνει ό,τι θέλει με την πιο απλή κίνηση, με μια του λέξη... Το να κάνεις το μυαλό του άλλου να ερεθιστεί είναι το δύσκολο, αλλά και το πιο μαγικό. Αυτό δεν είναι αγάπη, ούτε έρωτας, δεν ξέρω... είναι κάτι σκοτεινό.»
«Το να βρεις όμως κάποιον, έστω και για να μιλάς ανοιχτά για όλα αυτά τα πράγματα... κι αυτό δύσκολο είναι.»
«Δύσκολο, αλλά πόσο υπέροχο όταν βρίσκεις κάποιον να σου μιλάει κι εκείνος το ίδιο ελεύθερα και ειλικρινά με σένα, να ξέρει τι λέει, να γνωρίζει τη βαρύτητα όσων λέει. Και... δεν ξέρω πώς, αλλά σε νιώθω πολύ κοντά μου, νιώθω ότι επικοινωνώ διαφορετικά με σένα... Θες που είμαστε καλλιτέχνες κι έχουμε άλλα μυαλά; Τι να πω... Ιδέα μου είναι;»
«Συνήθως αυτά δεν είναι ιδέα μας. Θεωρώ ότι συνεννοούμαστε με κάποιον τρόπο ιδιαίτερο εσύ κι εγώ. Δεν συναντώ συχνά κόσμο που να έχει το θάρρος να λέει αυτά που σκέφτεται.»
«Και δεν είναι παρεξηγήσιμα;»
«Όχι από μένα. Και ναι, δεν βρίσκω ανθρώπους να μιλάω τόσο ελεύθερα μαζί τους. Όχι ότι είμαι φιμωμένος με μονωτική ταινία, αλλά ξέρεις, να μην χρειάζεται να σκέφτομαι δύο και τρεις φορές αν πρέπει να το πω, πώς πρέπει να το πω...»
«Αχ, μωρέ Άγγελε... Νιώθω μαζί σου ότι... μπορώ να κάνω την πιο χαζή συζήτηση και ταυτόχρονα την πιο εμπνευσμένη...»
Μείναμε να κοιτιόμαστε. Εγώ χαμογελώντας, αυτός με τα μεγάλα, ήρεμα μάτια του. Ξαφνικά γέρνει προς το μέρος μου, χωρίς να υπάρχει ο παραμικρός δισταγμός στις κινήσεις του... Μου αφήνει ένα γλυκό φιλί πάνω στα χείλη. Έτσι απλά. Ευγενικά. Είναι τέτοιο το σοκ και η έκπληξή μου που δεν κουνιέμαι καν... Κι ενώ είμαι σίγουρη ότι δεν υπήρξε τίποτε το ερωτικό σ’ αυτό το φιλί, νιώθω τόσο όμορφα αμήχανα... Ο Άγγελος αποτραβιέται και κοιτά το κενό, θαρρείς κι αυτός έκπληκτος, μα είναι εκείνος που μιλάει πρώτος:
«Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό...», λέει ήρεμα.
Δεν μπορώ ν’ αρθρώσω λέξη. Που τόση ώρα μιλούσα λες και είχα φάει γλιστρίδα και τώρα αδυνατώ να πω το οτιδήποτε. Μόνο αγγίζω τα χείλη μου “κοκκαλωμένη”, κοιτώντας κάτω. Προσπαθώ να καταλάβω τι ήταν αυτό το υπέροχο πράγμα που μου συνέβη. Που μας συνέβη. Δεν ξέρω πώς ακριβώς το μεταφράζει ο εγκέφαλός μου και τι σήμα δίνει στην καρδιά που άρχισε ήδη να χτυπάει πιο γρήγορα... Ξέρω ότι ήταν απλώς ένα φιλί, ίσως και φιλικό στα μάτια και των δύο μας, μα νιώθω σαν να ζαλίστηκα από το πιο γλυκό κρασί. Ο Άγγελος αρχίζει να μου μιλάει, αλλά νιώθω χαμένη. Μου λέει ότι πάει σπίτι και ότι θα τα πούμε την Τρίτη στην πρόβα. Αλλά νιώθω χαμένη. Γνέφω με το κεφάλι, αλλά νιώθω χαμένη. Και σκέφτομαι ότι έχει κοπέλα, την οποία εν τω μεταξύ έχω ήδη γνωρίσει στον σύλλογο. Ακόμη κι αυτό το μικρό, δεν μοιάζει σωστό... Και τώρα νιώθω πραγματικά χαμένη...

ΤΡΙΑ ΕΝΑDonde viven las historias. Descúbrelo ahora