ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

5 0 0
                                    

Τράβηξε το χειρόφρενο κι έσβησε τη μηχανή του παλιού αυτοκινήτου που οδηγούσε. Πολύς ο κόπος για να παρκάρει σ’ εκείνα τα στενά, μα άξιζε. Όλες τις φορές.
Κάθισε μόνη της στο μπαρ. Παρήγγειλε ένα ροζέ κρασί.
«Πώς κι απ’ τα μέρη μας;», ρώτησε ο μπάρμαν. 
«Είπα να περάσω...»
«Στην υγειά σου», είπε, σπρώχνοντας το ποτήρι προς το μέρος της.
«Ευχαριστώ», απάντησε κι άφησε το γλυκό κρασί να χαϊδέψει τον ουρανίσκο της.
Ήταν ένας κούκλος, κάθε φορά που τον έβλεπε. Με το σκούρο παντελόνι και το μαύρο πουκάμισό του, με τα πρώτα κουμπιά ανοιχτά, φτιάχνοντας ένα αρκετό μεγάλο “V” στο στήθος. Κι όμως ήταν πάντα σκεπτικός, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος...
«Όπως μ’ έχεις αφήσει είμαι», είπε χωρίς να την κοιτάει, ήρεμος, βάζοντας στη θέση τους κάποια ποτήρια που του έφεραν απ’ το πλυντήριο.
«Φαίνεσαι... Δεν ξεκουράστηκες καθόλου, το γράφει στη μούρη σου.»
Δεν έλαβε απάντηση, μόνο κατάφαση με το κεφάλι. Καημένε Θοδωρή...
Είχε καστανά σπαστά μαλλιά, ήθελες να χώσεις εκεί το χέρι σου και να τα ανακατεύεις χωρίς αύριο. Η μύτη του ήταν λες σκαλισμένη με το καλέμι. Ήταν γύρω στα 30, μ’ ένα υπέροχο χαμόγελο που πάντα όμως έκρυβε η κούραση. Έτσι τον γνώρισε η Κλαίρη, πίσω απ’ το μπαρ, πανέμορφο, χαμογελαστό και κουρασμένο. Πόσο ευγενικά της αφιέρωσε τον χρόνο του την πρώτη μέρα που τη γνώρισε, παρόλο που δούλευε, στα λεπτά που κάπως ξελάσκαρε ερχόταν στην άκρη της μπάρας και μιλούσαν ατέλειωτα, ήπιαν μαζί, έφαγαν μαζί... κι έπειτα κοιμήθηκαν μαζί. Την πολιορκούσε για ώρες και πολλές φορές την έβαλε στο δίλημμα αν θα έπρεπε να ενδώσει απ’ το πρώτο βράδυ ή όχι, αλλά αυτό το φιλί του ήταν τόσο γλυκό όσο και ο ίδιος. Δεν περίμενε ποτέ να την φέρει σε οργασμό κάποιος που μόλις είχε γνωρίσει το ίδιο βράδυ. Παρά τα υπονοούμενα που της πετούσε σχετικά μ’ αυτό, εκείνη έβαζε στοίχημα ότι ήταν απλά υπερβολές ενός ακόμη μπάρμαν που ήθελε να πείσει το θήραμά του ότι τις επόμενες ώρες θα φωνάζει το όνομά του από ηδονή...

Κάτι την τραβούσε σ’ αυτό το μικρό ιταλικό bistro

Hoppla! Dieses Bild entspricht nicht unseren inhaltlichen Richtlinien. Um mit dem Veröffentlichen fortfahren zu können, entferne es bitte oder lade ein anderes Bild hoch.

Κάτι την τραβούσε σ’ αυτό το μικρό ιταλικό bistro. Το μπαρ είχε ως φόντο μία λεπτομέρεια από αναγεννησιακό πίνακα. Απ’ το βαμμένο με τεχνοτροπία ασπρόμαυρο ταβάνι κρέμονταν όμορφα λευκά ολοστρόγγυλα φωτιστικά. Υπήρχε μία μικρή χαριτωμένη βιβλιοθήκη, ένας καλόγερος για παλτά και δίπλα ένας baroque καθρέφτης. Η jazz-lounge μουσική χάιδευε τα αυτιά σου και σε ταξίδευε σε άλλες χώρες, σε άλλες εποχές.
Όλα αυτά όμως δεν ήταν ίδια χωρίς τον Θοδωρή πίσω απ’ το μπαρ. Άθελά της τον έγδυνε κάθε φορά με τα μάτια, με κάθε παίξιμο των βλεφάρων ξεκούμπωνε κι ένα κουμπί απ’ το πουκάμισό του, έφτανε στο μαύρο φανελάκι, στο κρεμαστό πετσί που φορούσε... Μέχρι κι αυτή η μεγάλη ουλή που είχε στα πλευρά από ένα κάψιμο, ήταν σέξι...
Δεν μιλούσε. Ασχολούταν με το tablet της, ανακάτευε το κρασί της. Ένιωθε έντονα το βλέμμα του πάνω της, μα δεν σήκωνε το κεφάλι. Σχεδίαζε, έγραφε, μουντζούρωνε... 
«... Σου έχει φερθεί καλά το bistro;;»
Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Το χαμόγελό του έκρυβε κάτι. Ήταν έκπληξη; Ήταν απορία; Ειρωνεία;
«Πώς είπατε;», του απάντησε στα χαμένα, γλυκά, σαν να κοιμόταν και μόλις να ξύπνησε.
«Λέω, σου έχει φερθεί καλά το bistro;»
Το ύφος του ήταν τώρα πιο σοβαρό. Η Κλαίρη “σκάλωσε”. Δεν ήξερε τι εννοούσε με την ερώτησή του. Δύο τινά... Ή παραδεχόταν ότι δεν ήταν σωστό που εξαφανίστηκε και τώρα χαιρόταν που την ξαναείδε, ή δεν τον ενδιέφερε καν το πώς της φέρθηκε, και ούτε περίμενε να την ξαναδεί, ούτε και ήθελε να την ξαναδεί, οπότε τη ρωτούσε ευθέως «τι δουλειά έχεις εδώ;». Μπερδεύτηκε τόσο πολύ, μέσα σε μόλις δύο δευτερόλεπτα!!!
«Χμμμ... Μάλλον όχι.»
«Μάλιστα...», είπε και πήγε παραδίπλα για να ξεκινήσει να φτιάχνει ένα κοκτέιλ.
Έσκυψε το κεφάλι της και συνέχισε τις μουντζούρες. Ήθελε να τον ρωτήσει πολλά, όπως γιατί δεν ξανασυναντήθηκαν μετά τη βραδιά στο club, κι αν δεν ήθελε να την ξαναδεί, τότε τι σήμαινε εκείνο το μήνυμα δύο εβδομάδες μετά: «Πότε θα σας δούμε;», κι έπειτα τίποτα... Βασάνιζε το μυαλό της, μα στο τέλος δεν άντεξε:
«Γιατί με ρώτησες αν μου έχει φερθεί καλά το bistro; Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;»
Αν και δίστασε λίγο, χωρίς να σταματήσει να κάνει τη δουλειά του και χωρίς να την κοιτάει, της απάντησε γενικολογώντας, δικαιολογημένα, για να μην δώσει λαβή για σχόλια στον κόσμο τριγύρω:
«Δεν χρειάζεται να σχολιάσω κάτι για το οποίο ήδη ξέρεις την απάντηση...»
Υπεκφυγές. 
«Α... Ok...»
Άναψε ένα τσιγάρο και ήπιε μία γουλιά από το αφρώδες κρασί της. Ταξίδεψε λίγους μήνες πίσω, πριν ακόμη κι από εκείνη την έξοδό τους στο club, στην πρώτη φορά που ο δρόμος της την έβγαλε σ’ εκείνο το μαγαζάκι...

ΤΡΙΑ ΕΝΑWo Geschichten leben. Entdecke jetzt