ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

177 26 3
                                    

Έκλεισε την τηλεδιάσκεψημε τους συνεργάτες του στο Μιλάνο καικοίταξε το ρολόι του. Σήκωσε το κινητό του και κάλεσε τον οδηγό του. "Τζουζέπε, είσαι στο Ιντεν και περιμένεις τη σινιορίνα Πέτρου;" ρώτησε με αγωνία για να πάρει καταφατική απάντηση. "Πολύ καλά, ενημέρωσέ με μόλις την αφήσειςστην είσοδο του ομίλου" παρακάλεσε και έκλεισε τη γραμμή. Σε μισή ώρα η Κάλλιαθα ήταν εδώ. Σηκώθηκε από το γραφείο του και άρχισε να βηματίζει νευρικά στονχώρο. Είχε χορτάσει το βράδυ τη σάρκατης, αλλά του έλειπε τόσο η παρουσίατης. Ένιωθε ένα ανεξήγητο κενό κι έναν περίεργο εκνευρισμό. Τώρα μετρούσε τα λεπτά να την ξαναδεί. Θα έπρεπε να περιμένει να ολοκληρωθεί η σύσκεψη μετον Καρμάνι, καθώς δεν μπορούσε να παρέμβει στη δουλειά του υπεύθυνου επενδύσεων και επέκτασης, αφού ο Τζιανλούκα είχε την αρμοδιότητα να επικοινωνεί και να ενημερώνει τουςσυνεργάτες στο εξωτερικό. Λίγη υπομονή ακόμη. Και όμως, η σύσκεψη διήρκεσε αρκετή ώρα. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο. Σηκωθηκε και προχώρησε στην αίθουσα συνεδριάσεων. Την ώρα που έμπαινε μέσα άκουσε τον Τζιανλούκα να προσκαλεί την Κάλλια σε δείπνο. Κανείς δεν του απαγόρευε να φλερτάρει, ήταν ένας άντρας γοητευτικός και επιτυχημένος και κυρίως διαθέσιμος. Είχε χωρίσει εδώ και χρόνια από τη σύζυγό του και η κόρη του ήταν ελάχιστα νεότερη από την Κάλλια. Αλλά είχε βρει τον λάθος στόχο καθώς η Κάλλια ήταν μόνο δική του. Κοίταξε τον Καρμάνι θυμωμένος. «Η δεσποινίς Πέτρου θα δειπνήσει μαζί μου,Τζιανλούκα. Ως καλεσμένη και φιλοξενούμενή μου» είπε χαμογελώντας απαλά συγκρατώντας τα νεύρα του.

Ο άλλος άνδρας χαμογέλασε πλατιά σηκώνοντας παραιτημένος τα χέριατου. «Τόπο στα νιάτα» αναφώνησε. «Σινιορίνα, γοητευμένος. Θα συζητήσω με τον κ. Αλφιέρι τα περαιτέρω και θα μιλήσουμε. Έχω την κάρτα σας. Και εσείςόποτε με χρειαστείτε, μπορείτε να μεκαλέσετε να συζητήσουμε όποιον προβληματισμό ή...».

«Εντάξει, Τζιανλούκα. Μπορείς να πηγαίνεις. Θα μείνω εγώ με τη σινιορίνα Πέτρου» επέμεινε με αυστηρή φωνή και βλοσυρό ύφος ο Σιμεόνε.

«Μα ναι φυσικά» χαμογέλασε αμήχανα τώρα ο άλλος άνδρας που έβλεπε ολοφάνερα τον εκνευρισμό του προέδρου της εταιρείας. Έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Η Κάλλια σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της.

Ο Σιμεόνε απόρησε από το παγωμένο ύφος της. «Θα πάμε για γεύμα» της ανακοίνωσε.

«Δεν νομίζω, Σιμεόνε» του είπε εκνευρισμένη και εκείνοςέχασε για στιγμές την ψυχραιμία του.

Άλλη μια νύχτα - Εγώ, ο ΣιμεόνεWhere stories live. Discover now