Όταν είδα τον μεγαλόσωμο άνδρα λειποθημο άρχισα τρέχω στις σκάλες και να φωνάζω την μητέρα μου αλλά... Αυτή η εικόνα την μητέρας μου χαρακτηκε εκείνη τη στιγμη στην μνήμη μου και δεν αντεξα άρχισα να κλαίω, να την αγκαλιάζω και να την φιλαω στο μέτωπο. Άρχισα να φωναζω μην με αφήνεις , φοβαμαι και οτι θα μεινω μονη μου.
Μετα απο λιγα λεπτα ,εκεινος που με εσωσε ηταν τωρα μπροστα μου . Αρχισα να τον κατηγορω και να του φωναζω γιατι να συμβαινουν ολα αυτα σε μενα . Με πλησιασε και του ορμησα. Αρχισα να τον χτυπαω με οση δυναμη ειχα. Δεν με σταματησε αμεσως, με αφησε να τον χτυπαω μεχρι που μου επιασε τους καρπους με πολυ ευκολια και με πηρε στην αγκαλια του για να με ηρεμησει. Χαλαρωσε την λαβη του και τον αγκαλιασα σφιχτα και αρχισα να κλαιω με λιγμους. Τυληξε τα χερια του γυρω μου και μου ψιθυρισε στο αυτι οτι επρεπε να φυγουμε γιατι ηταν επικινδυνα εκεί.
Τον άκουσα και φύγαμε μαζί. Πήγαμε σε μια πανσιόν κοντά στο σπίτι μου για να μείνουμε το βράδυ μέχρι να φύγει εκείνος ο άνδρας απο εκεί για να πάω να μαζεψω κάποια απαραιτητα πραγματα και να πάρω τα κλειδιά του αυτοκινήτου της μαμάς μου.
Ξαπλωσα εγώ στο κρεβάτι ενω αυτός καθόταν στο παράθυρο και κοίταζε τον ουρανού... Τον παρακολουθούσα για αρκετή ωρα μέχρι πούμε πήρε ο ύπνος. Το επόμενο πρωι ξυπναω αλλά δεν τον βλέπω πουθενά...
Που να πήγε άραγε?