Όταν ξυπνησα δεν τον βρήκα στο δωμάτιο... Που πήγε άραγε? Σηκωνομαι και ντυνομαι με τα χθεσινα ρούχα που είναι λερωμένα με αίμα. Καθώς σκέφτομαι τα χθεσινα γεγονότα με πιάνουν τα κλάματα.Η πόρτα ανοίγει λίγο και ακούω μια φωνη να με ρωτάει...
Φωνη: Μπορω να μπω?
Μ: Ποιος είσαι?Ο άνδρας που με έσωσε χθες μπαίνει και κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι...
Φ: Με λένε Αλεξ... Δεν προλαβαμε να συστηθουμε χθες...Λογο των γεγονότων.
Μου είπε και μου πρότεινε το χέρι του. Εγώ του το δωσα .
Μ: Εμένα με λένε Μαίρη...
Μου χαμογελάει και του σκαω ενα ντροπαλό χαμόγελο.
Α: Πρεπει να φύγουμε.
Μ: Σε λίγο... (Του είπα και κουκλοθηκα με το πάπλωμα)
Α: Σηκω γιατι τώρα δεν είναι κανένας στο σπίτι.(Πήγε να με ξεσκεπάσει αλλά πεταχτηκα απο μονη μου πανω)
Μ: Πως το ξέρεις?
Α: Εκεί ήμουν τώρα και περίμενα να φύγει εκείνος ο άνδρας.
Μ: Καλά δώσε μου 5 λεπτα να βάλω παπούτσια και φευγουμε.
Α: Οκ.Φύγαμε απο την πανσιον και πήγαμε σπίτι. Μπήκα στο δωμάτιο, άλλαξα ρούχα και παπούτσια και γεμισα μια τσάντα με ρούχα. Κατεβηκα κάτω όπου με περιμενε ο Αλεξ και πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου της μητερας μου... Άφησα εκείνον να οδηγήσει μιας και εγώ δεν ήμουν σε θέση. Άρχισα να κλαίω και ο Αλεξ μου έπιασε το χερι και μου είπε να ηρεμησω.
Μ: Που πάμε?
Α: Θα δεις?
Μ: Γιατί με τρομάζει αυτό?
Α: Μην φοβασαι, εγώ είμαι εδώ.
Μ: Οκ τοτε...