ΜΑΙΡΗ
Το επόμενο πρωι ξυπνησα στην αγκαλιά του Αλεξ. Μου χαιδευε τα μαλλια. Κατάλαβα οτι κοιμηθηκα πανω του. Κυριολεκτικά. Με νανουριζε ο χτύπος της καρδιάς του. Ανοιξα τα ματια μου και ανασηκωθηκα για να δω το προσωπο του. Με κοιτούσε στα ματια.
Α: Καλημέρα μωρο μου.
Μ: Καλημέρα.Εσκυψα και τον φιλησα. Μετα σηκωθηκα και ντυθηκα.
Α: Δεν θα κατσεις στο κρεβάτι μαζί μου?
Μ: Όχι μέχρι να σκοτώσουνε τον Δαμων.
Α: Πφφφφ λίγο μονο. Μια αγκαλιά και ενα φιλί?
Μ: Οκ.Τον πλησίασα τον αγκαλιασα τον φιλησα αλλά εκείνος με τράβηξε στο κρεβάτι και ανεβηκε πανω μου. Τραβήχτηκα απο το φιλί μας και τον εσπρωξα γελωντας.
Μ: Το προχωρησες πολύ. Άντε ντυσου, πάμε κάτω.
Α: Οκ μωρο μου.
Μ: Άντε...Κατέβηκα κάτω αφού ντυθηκα και εκεί βρήκα τους υπολοιπους και μια ευχάριστη έκπληξη. Ή Κλειώ... Πήγα κοντά της και την αγκαλιασα.
Μ: Τι κανεις ? Είσαι καλά?
Κ: Μια χαρά, εσύ?
Μ: Μια χαρά. Πως και απο δω?
Κ: Εεεε ,έμαθα οτι κάποιος παρανοϊκός θέλει να σας, σκοτώσει και ήρθα να βοηθήσω να μην παθετε τίποτα.
Μ: Πως?
Κ: Ααα δεν στο ειπε ο Αλεξ.Εκείνη την στιγμη έφτασε στην κουζίνα οπου ειμασταν και οι υπόλοιποι.
Α: Τι να της πω?
Κ: Οτι είμαι κυνηγός.
Α: Αααα αυτο.. ναι θα της το λεγα ... σήμερα.
Μ: Σίγουρα?
Α: Μαλλον.Αρχισαν να γελανε ο Σπύρος, ή Ζωή και ο Στέφαν που μάλλον συγκρατουσαν τα γέλια τους όση ωρα μιλούσαμε εμείς. Με έπιασε και εμένα νευρικό γέλιο. Ή μάλλον όπως το λέει ή Ζωή το κολλητικο γέλιο που κολλάει ο ένας απο τον άλλο σαν τα μικρόβια. Τεσπα.... Καθισαμε και μιλαγαμε για διάφορα θέματα όταν χτύπησε το κουδούνι. Ανοιξα την πόρτα και βρήκα ενα κουτί. Το σηκωσα και το έβαλα στο σπίτι. Τα παιδιά ήρθαν δίπλα μου και άνοιξε το κουτί ο Αλεξ. Αυτό που αντίκρισμα ηταν πολύ αηδιαστικο. Μια καρδιά. Που χτυπούσε ακόμα? Μα ποιος? Και τοτε είδαμε και κάτι άλλο. Ενα γράμμα? Όχι μάλλον ενα προειδοποιειτικο μύνημα.
" Κάποιος απο εσάς είναι ο επόμενος".____________________________________
ΣΤΈΦΑΝ