Το πρωί σηκωθηκα γύρω στις 7(κάτι ασυνηθηστο για μένα απο την στιγμη που δεν πάω σχολείο). Είχα κοιμηθεί και στο ταξίδι οποτε ηταν φυσιολογικό. Βγηκα απο το δωμάτιο και περπατησα εναν διάδρομο ο οποίος δεξια-αριστερά έχει δωμάτια και διάφορα αντικείμενα εξω απο τις πόρτες... Τελικά έφτασα σε μια σκάλα που οδηγούσε στο σαλόνι και απο εκεί πήγα στην κουζίνα οπου είδα ενα άλλο προσώπου που δεν ήξερα...Μια όμορφη νεαρή κοπελα γύρω στα 15.
Μ: Γεια... Είσαι συγγενής του Αλεξ και του Σπύρου?
Κ(λειω):Ναι είμαι ανηψιά τους... Με λένε Κλειώ..
Μ: Χαρηκα .... Εμένα με λένε...
Κ: Μαίρη , ναι μου το ειπαν... Επίσης μάλλον ο θείος Αλεξ έχει τσιμπηθεί μαζί σου...
Μ: Οριστε?
Κ: Όλο για σένα μιλάει.. Μην του πεις οτι σου είπα κάτι οκ?
Μ: Μην ανυσηχεις δεν θα του πω κάτι...
Κ: Χαρηκα που σε γνώρισα αλλά πρεπει να πάω σχολείο... (Εβαλε την τσαντα στον ωμο και πηγε να φυγει αλλα γυρισε πισω παλι) Μπορω να σε ρωτήσω κάτι αλλά σε παρακαλώ μην μου θυμωσεις..
Μ: Ρωτά με οτι θες.
Κ: Είναι αλήθεια αυτά που είπε ο Αλεξ για... τους... εμμ..... γονεις σου?Με ρώτησε με ένα μετανιωμένο βλέμμα αλλά όταν πήγα να της απαντήσω αρχισαν τα δάκρυα να τρέχουν βροχή απο τα μάτια μου. Με πήρε στην αγκαλιά της και με παρηγορούσε... Της είπα πως είχε αργήσει για το σχολείο και πως ειμαι μια χαρά. Ανέβηκα με γρήγορα βήματα τα σκαλιά και ετρεχα προς το δωμάτιο μου αλλά έπεσε πανω σε κάποιον. Σηκωσα τα βρεγμένα μου ματια και είδα τον Σπύρο να με κοιτάζει περιεργα.
Σ: Είσαι καλα?
Μ: Μια χαρά. (Προσπάθησα να το πω πειστικά αλλά δεν επησα ουτε εμένα)
Σ: Σίγουρα? (Με ρώτησε με ενα αυστηρό ύφος. Μάλλον κατάλαβε πως έλεγα ψέματα )Εσκηψα το κεφάλι και του είπα ενα Ναι και άρχισα να προχωραω προς το δωμάτιο. Μπήκα μέσα και εκατσα ακριβως πίσω απο την πόρτα και ξέσπασα σε κλάματα και λυγμούς. Δεν ξέρω ποση ωρα καθόμουν εκεί όταν άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομα μου ακριβως εξω απο την πόρτα. Ανοιξα και είδα τον Αλεξ να με κοιτάει με λυπημένο ύφος... Μάλλον καταλαβε τον λογο που κλαίω και αυτό με παρηγορούσε. Μου επιασε το χερι και με πήρε στην αγκαλιά του όπως τοτε... εκείνη τη μερα που ήρθε να με σωσει. Τοτε δεν το κατάλαβα αλλά όταν ακουμπησα το στήθος του ή καρδιά μου άρχισε να χτυπαει τόσο δυνατά που νόμιζα οτι θα βγει εξω...
Μου πρότεινε να πάμε μια βόλτα κατά εγώ δεκτηκα... Πιστευα οτι θα μου έφτιαχνε τη διάθεση...