Τριτοπροσωπη αφήγηση.
Ή ιστορία του:
Ο Δαμων είχε πολλους εμπιστους. Ηταν βλέπετε και ο Άλφα. Όμως μέσα στην αγελη του δεν είχε μονο φιλους και ατομα εμπιστοσυνης, αλλά και εχθρους. Όταν πεθανε όλοι ψαχνατε τρόπο να τον φέρουν πισω. Οι εχθροί του ομως εξαφανίστηκαν απο εκείνη την περιοχή. Βρέθηκαν αντιμέτωποι με πολλους βρικόλακες αλλα έναν βρικολακα θαύμαζαν. Τον Στέφαν. Αυτον που τους ελευθέρωσε απο το μαρτύριο τους.
Οι εμπιστοι του Δαμων όμως ήθελαν να τον σκοτώσουν. Να σκοτώσουν αυτον και όσους αγαπά. Έτσι τον κινηγησαν. Ώσπου βρήκαν λύση στα προβλήματα τους. Ενα ξορκι. Το ξόρκι που θα έφερνε τον Άλφα τους πίσω. Βρήκαν και μια μάγισσα να το κανει.
Όμως έπρεπε να θυσιάσουν ανθρώπους. Πολλους ανθρώπους. Πρωτα έπρεπε να βρουν τρεις βρικόλακες, μετα τρεις λυκανθρώπους, τρεις μάγισσες και τρεις ανθρώπους.
4 διαφορετικά είδη, 4 στοιχεια της φύσης , 4 συναισθήματα που ποτε δεν ένιωσε. Αγάπη, καλοσύνη , χαρά, έρωτας. Ποτε του δεν ένιωσε κανένα απο αυτά. Ουτε απο τον πατερα του. Η μητέρα του πεθανε στην γεννά του. Αλλά ο πατέρας του ηταν μέθυσος, επερνε γυναίκες τις βιαζε μπροστά στα ματια του και τον κακοποιούσε μετα σωματικά. Έλεγε πως έτσι θα γίνει άνδρας. Τα παιδικά του χρόνια έμενε κλεισμένος σε ενα βρομικο υπόγειο. Τον έκλεινε ο πατέρας του εκεί όταν δεν έκανε κάτι σωστα. Ή βασικά όταν εκείνος ήθελε να τον κλείσει με την δικαιολογία οτι δεν έκανε κάτι σωστα. Ο Δαμων μεγάλωσε νομίζοντας οτι τον μισουσαν όλοι και οτι αν τους φερόταν άσχημα δεν θα του έκαναν τίποτα.Ενα βράδυ, στην ηλικία των 18 του πλεον, βγήκε εξω να θαυμάσει το κοκκινο φεγγάρι και να ακούσει τους λύκους να ουρλιάζουν. Σκέφτηκε να παει στο δάσος για να δει τους λύκους απο κοντά. Πήρε μαζί του ενα μαχαίρι για να μπορέσει να προστατέψει τον εαυτό του απο αυτους. Περπάτησε πολύ ώσπου μπήκε βαθιά στο δάσος. Έφτασε σε ενα λιβάδι και πίσω απο κάποια δέντρα μια αγέλη λύκων. Θαύμαζε αυτά τα υπέροχα πλάσματα για την ελευθερία που είχαν. Απο μικρός ζωγράφιζε στους τοίχους λύκους. Τα λάτρευε αυτά τα ζώα. Τα αγαπούσε παρά πολύ.
Προχώρησε πιο πολύ κοντά τους. Για λίγη ωρα τους χαζευε ώσπου άκουσε γρυλισματα πίσω του και γύρισε να δει. Ηταν ενας εκεί . Τον κοίταζε με τα κόκκινα ματια του και είχε γυμνωσει τα κοφτερά του δόντια. Έκανε ενα βημα πίσω και ο λύκος τον πλησίασε λίγο ακόμα κανοντας και αυτός ενα βήμα προς το μέρος του. Τοτε αρχισε να τρέχει αλλά σκόνταψε και έπεσε. Τώρα το ζώο βρισκόταν ακριβώς πανω του και πλησίασε το πρόσωπο του με το δικο του. Εβγαλε το μαχαιρι αλλα δεν μπορουσε να το σκοτωσει . Αυτό τον μύρισε και μετα τον δάγκωσε στο μπράτσο και έφυγε.