20. Αποχωρισμος

76 15 2
                                    

Συνέχεια αναδρομής....

Ανοιξα ελαχιστα τα ματια μου (μιας και με τυφλωνε ο ηλιος )και είδα δυο φιγούρες μπροστά μου να με κοιτάνε και να μιλάνε αλλά εγώ ουτε έβλεπα ουτε ακουγα καλά.

?1: Θα συνερθει τελείως σε λίγο και θα πρεπει να τραφεί αλλιως θα πεθάνει.
?2: Πρεπει να πάμε κοντά στην πόλη. Ευτυχώς που τον προλαβαμε λίγο ζωντανό γιατί αλλιως δεν θα ειχαμε νεο μέλος στην σύναξη.
?1: Ναι το ξέρω.
?2: Πρεπει να ειδοποιησουμε τους αλλους για την συνάντηση μας με τους λύκους.

Ανοιξα τα ματια μου τελείως και πλεον είχα όλες τις αισθήσεις μου αλλά πιο.... Δεν μπορω να το περιγράψω. Μπορούσα να ακούσω, να μυριζω, να βλέπω περισσότερο απο πριν. Επίσης, είχα μια αίσθηση πείνας. Αλλά περίεργος δεν ηταν για κανονικό φαγητο αλλά για αίμα.

?1: Βρε βρε ποιος ξύπνησε...
?2: Καλώς τα ματια μας τα δυο.

Σηκωθηκα αποτομα και ετρεξα μέχρι ενα δέντρο λιγα μετρα πίσω μου με παρα πολύ μεγάλη ταχύτατα.

?1: Ήρεμα. Όλα αυτά είναι νέα  για σένα.
Σ: Τι .... τι είμαι? Η Μετθληνη?
?1: Θα σου τα πούμε όλα αλλά πρεπει να γραφεία πρωτα.
?2: Πάω εγώ για να του φέρω κάποιον για να τραφει.
?1: Εντάξει. Θα του τα πούμε μετα.

Ο ένας απο αυτόν έφυγε τόσο γρήγορα όσο εγώ αλλά έπρεπε να μάθω που ειναι.... Την έχουν πιασει και ποιος ξέρει τι θα της κανουν αυτά τα τέρατα.

?2:Ήρθα. Αυτός μας κάνει?
?1: Τον ψυχαναγκασες?
?2: Ναι...
?1: Ωραια. Πιες απο τον λαιμό του. Αλλά πρόσεξε όχι παρα πολυ.

Άρχισα να πινω αλλά ή δίψα μου ήραν παρα πολύ. Δεν σταμάτησα μέχρι που με τράβηξαν πίσω. Ξαφνικα ενιωσα πιο ολοκληρωμένος. Αλλά με βασάνιζε ή ίδια σκέψη. Έπρεπε να μάθω που είναι.

Ι(?1): Δεν συστηθηκαμε. Είμαι ο Ιάσων.
Ε(?2): Έκτωρ.
Σ: Στεφαν. Μπορείτε τώρα να μου πείτε που είναι? Και τι είμαι? Που βρίσκομαι? Εσείς τι είστε?
Ε: Καταρχήν ηρέμησε. Κοιτά, είμαστε βρικόλακες. Και εμείς και τώρα πλεον και εσύ.
Σ: Ώστε δηλαδή όλοι η θρύλοι και η μύθοι ειναι αλήθεια?
Ι: Ναι. Την κοπελα δεν ξέρουμε που την έχουν αλλά πιθανών να την βρούμε.
Σ: Ωραία πως?
Ε: Απο την μυρωδιά της. Ακολουθήστε με.

Περπατησαμε εξω απο το δάσος και φτάσαμε εξω απο το σπίτι ενος απο τους πιο πλούσιους άνδρες της πολης. Πιθανών αυτός ηταν ο λύκος και το άτομο με το οποίο θα την ανάγκασαν να παντρευτει. Πήγαν μπροστά στην πόρτα και χτύπησαν. Άνοιξε ένας κοντός , καραφλος κύριος και εγώ επνιξε ενα γελακι. Κάτι του ειπαν κοιτάζοντας τον στα ματια ...

Απαγορευμένος έρωταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora