Chapter 28

46 3 3
                                    

Εγώ και τα κορίτσια πάμε στο σχολείο. Με το ζόρι φυσικά. Ψάχνω τον Κάρτερ αλλά δεν είναι πουθενά. Τον ψάχνω εδώ και 10 λεπτά αλλά μάταιος κόπος. Θα τον βρω στο διάλειμμα. Το κουδούνι χτυπάει για μέσα. Ιστορία. Και φυσικά βγήκα έξω. Σιγά μην άντεχα να κάνω ιστορία. Έκανα βόλτες στον διάδρομο. Βλέπω ένα παιδί να κάθεται απέξω από το γραφείο των καθηγητών. Πλησιάζω και βλέπω τον Καρτερ. Επιτέλους! Τρέχω και τον αγκαλιάζω.

Μ:"Τι έγινε;"
Κ:"Τίποτα μωρέ απλώς άργησα να έρθω. Σιγά μην μπω να κάνω ιστορία. Εσύ; τουαλέτα πάλι; δεύτερο δωμάτιο το έκανες."
Μ:"Χαχαχαχαχα έμα δεν αντέχω και το ξέρεις. Πάμε βόλτα;"
Κ:"Πάμε"
Μ:"Λοιπόν...πώς έμαθες για τον Κάμερον;"
Κ:"Ο ίδιος μου το είπε."
Μ:"Αα.."
Κ:"Μία δεν θέλει την Τζο όλοι το ξέρουμε απλώς εκείνη είναι χαζή και δεν το έχει καταλάβει. Εσένα θέλει. Φοβάται να το παραδεχτεί."
Μ:"Γιατί όμως;"
Κ:"Γιατί ποτέ δεν ήθελε ένα άτομο τόσο πολύ. Σε έχει κορόνα στο κεφάλι."

Έσκυψα το κεφάλι μου και έφυγα. Δεν είμαι σίγουρη αν όλα αυτά ισχύουν. Είμαι σίγουρη πως εγώ και ο Κάμερον δεν θα έχουμε χαρούμενο τέλος. Προχώρισα γρήγορα προς την τάξη χωρίς καμία όρεξη για μάθημα μετά από αυτά που άκουσα. Εικόνες με εμένα και την Κάμερον ήταν παντού στο μυαλό μου αλλά δεν φταίω εγώ που είναι ηλίθιος και αναποφάσιστος. Παρόλα αυτά ακόμα ασθάνομαι κάτι γι'αυτόν και είμαι βέβαιη για αυτό. Η καθηγήτρια της ιστορίας με κοίταζε καλά καλά γιατί προφανώς είχε καταλάβει πως ήμουν αλλού και δεν έδωσε σημασία συνεχίζοντας το μάθημα της. Η έκφραση της ήταν απογοητευμένη αφού με συμπαθεί και πρόσεχα στο μάθημα της. Η Στεφ με κοίταζε και κατάλαβε πως κάτι πάει στραβά και μου ακούμπησε το χέρι μου κρατώντας το σφηχτά για συμπαράσταση. Ο Κάρτερ μου χαΐδεψε απαλά την πλάτη μιας που καθόταν από πίσω μου με τον Ζακ, έναν καλό του φίλο. Είμαι σίγουρη πως κατηγορούσε τον εαυτό του που είμαι έτσι αλλά έπρεπε να το πει και το θεώρησε σωστό. Δεν μπορούσα να κοιτάξω τον Κάμερον γιατί καθόταν στα τελευταία θρανία. Μακάρι να ήξερα πώς ήταν μετά από το χθεσινό. Το κουδούνι με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Όλη η τάξη είχε σηκωθεί εκτός από εμένα, είπα στην Στεφ να φύγει χωρίς εμένα διότι ήθελα να μείνω μόνη. Η καθηγήτρια με πλησίασε και στάθηκε μπροστά από το θρανίο μου σκήβωντας λίγο για να με κοιτάξει καλύτερα. Ήταν μεγάλη σε ηλίκια, κοντά στα 60 όμως έδειχνε μικρότερη. Περπατούσε με χάρη στους διαδρόμους και ήταν πάντα χαρούμενη. Ήταν αυταρχική και έδειχνε ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα. Την θαύμαζα για τον δυναμικό της χαρακτήρα. Ο Κάμερον βγήκε έξω από την τάξη και τον κοίταξα απογοητευμένη. Δεν περίμενα να γίνουμε έτσι. Το χέρι της καθηγήτριας χαΐδεψε απαλά τα μαλλιά μου.

"Είναι τρομακτικό, πώς οι άνθρωποι που είσαι πιο κοντά, μπορούν τόσο γρήγορα να γίνουν ξένοι."

Σήκωσα το κεφάλι μου την κοίταξα με μάτια βουρκωμένα απορώντας πώς ήξερε.

"Πώς μπορείτε να είστε τόσο δυναμική;"

"Κορίτσι μου, το ότι είσαι πληγωμένος δεν σημαίνει ότι έχεις σπάσει."

Μου χαμογέλασε γλυκά και με παρακάλεσε να βγω έξω. Πήγα στις τουαλέτες και κοίταξα τον καθρέπτη. Τόσο αδύναμη. Είμαστε στον ίδιο χώρο και νιώθω ότι μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Τα συναισθήματα μου για αυτόν είναι ανεξέλεγκτα, την μια θέλω να πάρω ένα τιγάνι και να του το κοπανάω στο κεφάλι..αλλά την άλλη θέλω να τον γεμίσω στα φιλιά. Το κουδούνι μου τρύπησε τα αυτιά και φώναξα "σκασεεε!". Παίζει κάποια κορίτσια να με πέρασαν για τρελή αλλά δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία, πίστευα ότι το είχαν καταλάβει και νωρίτερα. Τα πόδια μου έτρεμαν και δεν μπορούσα να περπατήσω με όλα τα βλέμματα των γύρω μου πάνω μου. Μπήκα στην τάξη σαν νεκρή και τα μάτια μου έπεσαν στην κενή θέση του Κάμερον. Έφυγε. Μα για μισό λεπτό, που είναι η τσάντα μου; Ένιωθα μια καυτή αναπνοή πάνω από το κεφάλι μου και ανατρύχιασα. Γύρισα και είδα τον Κάμερον να κρατάει την τσάντα μου. Μου τράβηξε το χέρι και έσερνε στους διαδρόμους του σχολείου. Η ιδέα, το να φύγω από το σχολείο μαζί του δεν με χάλαγε. Εξάλλου δεν είχα όρεξη για μάθημα. Δεν μου είχε αφήσει το χέρι και το κράταγε σφηχτά σαν να πίστευε ότι θα τον άφηνα, κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω. Μας έβγαλε έξω από το σχολείο και προχώραγε βιαστικός. Με κοίταξε και μου χάμογελασε αμήχανα. Ήταν αγχωμένος, μπορούσα να το καταλάβω από το ύφος του και το βλέμμα του. Το χέρι του ήταν ζεστό, πιο ζεστό και από το χοντρό φούτερ που φοράω. Κοίταζε τα ενωμένα χέρια μας και μετά εμένα με ένα βλέμμα πίστης. Η σιωπή μας ήταν δυνατή, μα τα θέλω μας ούρλιαζαν.

"Πώς μπορείς και κάνεις κάτι τέτοιο;"

"Ποιό;"

Γύρισε να με κοιτάξει και μου χαμογέλασε. Ήρθα πλέον δίπλα του και σταμάτησε να μου κρατάει το χέρι.

"Στα καλά καθούμενα παίρνεις την τσάντα μου, με αρπάζεις και φεύγεις μαζί μου χωρίς να μου πεις καν που πάμε!"

Γέλασε με τις γελοίες πράξεις του και γέλασα μαζί του, μου είχε λείψει, είναι αλήθεια.

"Το που πάμε θα το μάθεις σε λίγο."

Ποτέ δεν το είχα ξαναδεί πιο όμορφο.

Περπατούσε δίπλα μου και κοίταζε μπροστά. Τα μάτια του πιο σκούρα από ποτέ. Ήταν σοβαρός και ανέπνεε βαριά. Κάτι παράξενο είχε. Που του συμβαίνει για πρώτη φορά και δεν πίστευα να του συνέβαινε ποτέ.

Ένιωθε.

Νοιαζόταν,

Εμένα

Και μόνο.

●●●●●

Best MistakeWhere stories live. Discover now