Chapter 2

121 13 1
                                    

Λευκά τριαντάφυλλα υπήρχαν παντού γύρω μου. Ήταν ένα απέραντο λιβάδι γεμάτο λευκά τριαντάφυλλα, ακόμη κι εγώ ήμουν ντυμένη στα λευκά, με ένα μακρύ φόρεμα, μέχρι τον αστράγαλό μου. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, χωρίς κανένα σύννεφο κι εγώ έτρεχα μανιασμένη μέσα απ τα εκατοντάδες αυτά λουλούδια.
"Τι κάνω εδώ;" ρώτησα τον εαυτό μου. Φυσικά δεν υπήρχε απάντηση.
Ένιωθα παγιδευμένη. Όσο κι αν έτρεχα, το λιβάδι δεν είχε τελειωμό και τα ξυπόλυτα πόδια μου είχαν αρχίσει να εξαντλούνται.

Ξαφνικά δύο χέρια με άρπαξαν απ την μέση κι εγώ γύρισα έντρομη.
Ήταν αυτός. Το πρόσωπό του, τα μάτια του, οι φακίδες στα μάγουλά του, αυτός ήταν.
"Τζορτζ;" Φώναξα ενώ αυτός με κοιτούσε άψυχα, όπως συνήθιζε παλαιότερα.
Μην αντέχοντας άλλο χύθηκα μέσα στην αγκαλιά του όμως προτού τον νιώσω, εξαφανίστηκε σαν καπνός και απομακρύνθηκε απ τα χέρια μου τα οποία προσπαθούσαν απεγνωσμένα να τον αγγίξουν. Ήταν σαν να τον έδιωξα στην προσπάθεια μου να τον φέρω πιο κοντά μου.

Έτρεχα προς διάφορες κατευθύνσεις προκειμένου να τον ξαναδώ όμως ήταν μάταιο.
Τα αγκάθια απ τα τριαντάφυλλα άρχισαν να σκίζουν το δέρμα των ποδιών μου και σύντομα οι κόκκινες πιτσιλιές ήταν εμφανή πάνω στα κατάλευκα πέταλα.
Το φόρεμά μου... Άρχισε κι αυτό να γίνεται κόκκινο, σαν να αιμοραγούσα από κάποιο σημείο του σώματος μου και σύντομα όλο το τοπίο ήταν κόκκινο.
Όχι όμως το συνηθισμένο κόκκινο. Ήταν το κόκκινο του αίματος, του θανάτου, που το αντίκριζες και αγριευόταν η ψυχή σου.
Το κόκκινο που τρέχει απ τις μαχαιριές στην πλάτη σου, κάθε φορά που κάποιος αποφασίζει να καρφώσει ένα καινούργιο μαχαίρι. Κάθε φορά που μια ψεύτικη υπόσχεση γίνεται τρύπα στην πλάτη σου.
Και το χειρότερο; Δεν κλείνει ποτέ.
Μία κραυγή βγήκε απ το στόμα μου καθώς ήμουν σωριασμένη μέσα σε αυτό το λουτρό αίματος και πετάχτηκα τρομαγμένη απ το κρεβάτι μου.
Σηκώθηκα και προσπάθησα να βρω την ανάσα μου.
Ήταν ακόμη ένας εφιάλτης, από αυτούς που βλέπω κάθε βράδυ. Που κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου είναι εκεί. Κάθε φορά και διαφορετικός, όμως όλοι έχουν κάτι κοινό. Αυτόν.

Στην πραγματικότητα, κάθε βράδυ έκλεινα τα μάτια μου γεμάτη περιέργεια περιμένοντας να δω τι μου επιφυλάσσει η νύχτα. Όσο κι αν με αναστάτωναν αυτά τα όνειρα, ομολογώ πως ήταν χίλιες φορές καλύτερα απ την πραγματικότητα. Τουλάχιστον εκεί ξέφευγα απ αυτήν την ρουτίνα, ήμουν μόνη μου, χαμένη κάπου όπου δεν θα με έβρισκε κανείς, όπου δεν ήμουν αναγκασμένη να πηγαίνω σε μία απαίσια δουλειά, να κουράζομαι, να φοράω ψεύτικα χαμόγελα. Ήμουν απλώς εγώ, ελεύθερη να παίξω το παιχνίδι που το ίδιο το μυαλό μου επινόησε.

DisenchantedWhere stories live. Discover now