Chapter 1

191 15 2
                                    

Άνοιξη.

Η χειρότερη εποχή κάθε χρόνου. Η εποχή που μου προκαλούσε αηδία και μου έδινε άλλον ένα λόγο για να παραμένω απομονωμένη στο διαμέρισμά μου.

Όλο αυτά τα ζωύφια, τα λουλούδια, οι γιορτές, φάνταζαν τόσο απαίσια στο μυαλό μου. Ο καιρός ο οποίος ήταν πότε ηλιόλουστος, πότε συννεφιασμένος. Και φυσικά όλη αυτή η τρέλα, η χαρά οι ανοιξιάτικοι έρωτες, πράγματα τα οποία δεν μπορώ να ανεχτώ, είναι τόσο αντίθετα από εμένα. Σκέφτηκα καθώς κοιτούσα έξω απ το παράθυρο μου.
Μόλις είχε ξημερώσει και ο ουρανός είχε μπερδεμένες αποχρώσεις. Ήταν σαν ένας καμβάς γεμάτος χρώματα, γεμάτος αποχρώσεις του μπλε. Τόσο όμορφος, μα ταυτόχρονα και τόσο μελαγχολικός. Ακριβώς σαν εμένα. Αν και η λέξη μελαγχολία είναι υπερβολική για να περιγράψω ένα άψυχο πλάσμα σαν εμένα, έναν τόσο κενό άνθρωπο.

Σηκώθηκα και βάδισα προς το σαλόνι. Ανάμεσα σε όλα τα χαρτιά, σε όλες της πένες και τα μελάνια που ήταν πεταμένα στο πάτωμα.
Έγραφα. Έγραφα γράμματα. Για το πως ένιωθα, για το τι μου συνέβαινε, για την απουσία του. Έγραφα γι αυτόν. Πράγματα που ποτέ δεν θα του έστελνα, που ποτέ δεν θα έβλεπε, που βρισκόντουσαν τσαλακωμένα και φθαρμένα στα παράθυρα, στο πάτωμα, σε κάθε γωνία αυτού του σπιτιού.
Έγραφα για το άρωμά του που περιπλανιόταν παντού, για το υπέροχο χαμόγελό του, τα πράσινα μάτια του, για τα σαρκώδη κόκκινα χείλη του, για ότι τον έκανε να διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο.

Τα χρόνια περνούσαν όμως εγώ έμενα κολλημένη στην ανάμνηση του, σε όσα μου πήρε βίαια αυτός ο χωρισμός. Είχα γίνει ένας άνθρωπος χωρίς κανένα συναίσθημα, κανένα ενδιαφέρον. Τόσο άδεια που ορισμένες φορές πραγματικά ένιωθα σαν να έχω ένα κενό στην καρδιά μου. Ούτε να κλάψω δεν μπορούσα πλέον, ήμουν τόσο εξοικειωμένη με την μοναξιά μου, που ένιωθα να απειλούμε όταν κάποιος προσπαθούσε να με πλησιάσει.

Τον πρώτο χρόνο όμως έκλαιγα. Έκλαιγα πολύ. Από την ώρα που ο ήλιος θα έβγαινε, μέχρι όλα να σκεπαστούν απ το σκοτάδι εγώ ήμουν κλεισμένη εδώ μέσα κλαίγοντας. Δεν έτρωγα, δεν μιλούσα, δεν έκανα τίποτα. Στην ουσία δεν ζούσα, απλά ανέπνεα και προσπαθούσα να συνηθίσω την απουσία του. Ήταν σαν ένα ναρκωτικό για εμένα. Όμως πιο σκληρό απ τα πραγματικά ναρκωτικά, μου έκανε μεγαλύτερη ζημιά από οτιδήποτε άλλο. Ο τρόπος που με τσάκισε ψυχικά, ήταν ανεπανόρθωτος και είχε και εξωτερικές επιπτώσεις.

Τον δεύτερο χρόνο τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Άρχισε να με κυριεύει ο φόβος. Νόμιζα ότι όλοι ήθελαν το κακό μου, ότι χωρίς αυτόν είμαι απροστάτευτη. Ήμουν αιχμηρή σαν γυαλί, "κόβοντας" οποιοδήποτε προσπαθούσε να με πλησιάσει. Ακόμη κι αν ήθελε να με βοηθήσει.

DisenchantedOù les histoires vivent. Découvrez maintenant