Chapter 28

44 5 1
                                    

Το μυαλό των ανθρώπων είναι μία άβυσσος, ένα μυστήριο τρένο, με εισητήριο χωρίς επιστροφή. Ένα τρένο συναισθημάτων, που οι ράγες του οδηγούν σε διαφορετικό προορισμό τον καθένα από εμάς.
Πολλές φορές στην διαδρομή μας συναντάμε ενδιαφέροντα πράγματα, μαγικά που θα μας ακολουθούν μέχρι να φτάσουμε στον επόμενο σταθμό.
Όμως σε άλλες περιπτώσεις εκτροχιαζόμαστε ή ακόμη παρανοούμε στην σκέψη ότι ο επόμενος σταθμός που θα μας βρει, μπορεί να είναι ο τελευταίος.
Και κάπως έτσι, χάνουμε τον προορισμό μας, χάνουμε ακόμη και το ίδιο μας το μυαλό. Και μένουμε σαν μία μοναχική μηχανή, με σκορπισμένα και χαμμένα βαγόνια. Τα οποία αναζητάμε, μέχρι να βρεθούμε στο χείλος του γκρεμού. Εκεί που σταματούν οι ράγες όλων.
Η διαφορά ποια είναι;

Ότι κάποιοι θα πηδήξουν έχοντας ολοκληρώσει το ταξίδι τους... Ενώ άλλοι θα πηδήξουν για να σωθούν από το δάσος της μοναξιάς και της παράνοιας, το οποίο διασχίζαν μία ζωή.

Εγώ ένιωθα σαν να εκτροχιάζομαι μέρα με την μέρα και πιο πολύ, σαν ο γκρεμός να είναι μόνο μία ανάσα μακρυά και κάτι να με σπρώχνει σε αυτόν.
Και σήμερα τα χέρια που με έσπρωξαν ήταν αυτά που εγώ ήλπιζα ότι θα με σώσουν.

Όσο την σκέφτομαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νιώθω μία δυσάρεστη ανατριχιλά να με πνίγει.

Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά με άλλη γυναίκα, πόσο μάλλον την πρώην του, την οποία πιστεύω πως ποτέ δεν ξεπέρασε τελικά. Και γαμώτο, πραγματικά θα ήταν δύσκολο να ξεπεράσει κάποιος μία γυναίκα σαν αυτή.

Τα μαλλιά της ήταν μακρυά και ξανθά ενώ σχημάτιζαν ανάλαφρες μπούκλες. Και τα μάτια της, ήταν καταγάλανα, σαν τον ωκεανό. Έδειχνε πολύ πιο όμορφη από εμένα. Και όχι γιατί υστερώ εγώ σε κάτι, αλλά γιατί με την πρώτη ματιά που της έριξα μπορούσα να δω στο βλέμμα της την  σιγουριά, υην αυτοπεπίθηση.

Όσο τα σκεφτόμουν όλα αυτά, δάκρυα κυλούσαν απ τα μάτια μου και έκαιγαν τα κόκκινα μάγουλα μου καθώς συνέχιζαν την πορεία τους μέσα στο πιγόυνι μου. Προσπαθούσα να τρίψω το πρόσωπό μου με τα χέρια μου προκειμένου να γίνει η όρασή μου πιο καθαρή αλλά ήταν μάταιο. Τα δάκρυα δεν σταματούσαν.

Και το χειρότερο ήταν πως δεν ήταν μόνο δάκρυα θλίψης... Ήταν δάκρυα, ζήλειας, μίσους, θυμού. Ήμουν πλημμυρισμένη από όλα αυτά τα απαίσια συναισθήματα που μαύριζαν την καρδιά μου. Ήθελα να ουρλιάξω γιατί ένιωθα σαν να μην υπήρξε κανένας να μιλήσω. Και πράγματι δεν υπήρχε.
Ο μοναδικός άνθρωπος που βασιζόμουν με πρόδωσε.

DisenchantedWhere stories live. Discover now