Chapter 36

33 3 1
                                    

Μερικές φορές οι σκέψεις μπορούν να είναι πιο ύπουλες από τον ίδιο τον άνθρωπο ο οποίος τις δημιουργεί. Είναι δολοπλόκες και επικίνδυνες. Θυμίζουν πυρκαγιά, που εκεί που είσαι σίγουρος ότι πλέον έχει σβήσει, αναζοπυρώνεται, σε πιάνει αποετοίμαστο, και τότε δύο είναι οι επιλογές.
Είτε να πνιγείς στην προσπάθεια να σβήσεις αυτές τις θεόρατες φλόγες.
Ή να τις αφήσεις να σε τυλίξουν. Να κάψουν ολόκληρο τον εσωτερικό σου κόσμο, περικυκλώνοντας κάθε ίχνος λογικής, μετατρέποντας το σε στάχη.
Στάχτη πιο σκοτεινή και από το πέπλο της νύχτας που σκέπαζε αργά το τοπίο γύρω μου, διώχνοντας γλυκά και ειρηνικά τον ήλιο, που μας συνόδευε εδώ και ώρες στην διαδρομή μας.

Ω, και αυτός ο δρόμος μοιάζει τόσο ατελείωτος. Όσο τα λεπτά περνούν βασανιστικά αυτός μοιάζει ακόμα πιο μακρύς, ακόμα πιο σκοτεινός και πιο έρημος.
Επί ώρες βλέπω αυτή την εικόνα. Και ίσως τώρα, πλέον χόρτασα αυτή την θέα. Χόρτασα να βλέπω το σκοτάδι να απλώνεται μπροστά στα μάτια μου σαν μαγικό χαλί. Του οποίου επιβάτης θα είμαι μονάχα εγώ και ο δολοφόνος μου. Μόναχοί μας σε μία βουτιά στην άβυσσο. Δεν είχε βγάλει άχνα για ώρες, δεν είχε γυρίσει προς το μέρος μου ούτε μία φορά. Το βλέμμα του ήταν προσκολημένο στον δρόμο, αλλά είμαι σίγουρη ότι το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Φαινόταν στα μάτια του, φαινόταν στον τρόπο που σκούραιναν και θόλωναν ταυτοχρόνως. Η μελαγχολία τα αγκάλιαζε γλυκά καθώς έπιανε την ψυχή του απ το χέρι και την τραβούσε μακρυά απ τα πάθη της. Τον έκανε να μοιάζει ακόμα πιο σκοτεινός, όμως λιγότερο ψυχρός. Έμοιαζε ποιητικός, σχεδόν ρομαντικός.

Βέβαια αυτό ήταν μία τεράστια ψευδέσθηση που δημιουργούσε η κούραση και η φαντασία μου. Τον παρατηρούσα τόσες ώρες... λογικό το μυαλό μου να οργιάζει. Ακόμα και ο δρόμος με μία δευτέρη ματιά, έτσι που ήταν πνιγμένος μες το σκοτάδι, μου φαινοταν γνωστός. Σαν να τον έχω ξαναδιασχίσει. Ξυπνούσε αναμνήσεις από εκείνη την ημέρα, από αυτή την τόσο καθοριστική ημέρα, που έφερε τα πάνω κάτω στην ζωή μου. Και όχι, δεν αναφέρομαι στην ημέρα που επέστρεψε...

αλλά σε εκείνη που έφυγε.

27 Σεπτεμβρίου, 2012

Δύσκολη ημέρα, απ της δυσκολότερες αυτόν τον χρόνο. Ο απαίσιος καιρός, η μοναξιά και η τόσο έντονη απουσία του, εκαναν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο βαριά. Είχε φύγει απ το πρωί, και καλά να δει τους γονείς του, όμως η ώρα ήταν τρεις το βράδυ κι εγώ ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μας μόνη. Δεν θα με έπερνε ο ύπνος. Χωρίς αυτόν; Ούτε καταδιάνοια. Σε μία νύχτα σαν αυτή, που η βροχή δεν λέει να σταματήσει, ο αέρας με το θρόισμα του κάνει το σώμα μου να ανατριχιάζει και η βελανιδιά δίπλα στο παραθυρό μας, γδέρνει με το κλαδί της το τζάμι, προκαλώντας έναν ενοχλητικό θόρυβο. Ήταν απ τις μέρες που θα βυθιζόμουν στα παπλώματα και θα άφηνα ένα είδος μελαγχολίας να με αγκαλιάσει. Οι σκέψεις μου, όσα έβλεπα, ήταν εντονότερα και με σιγκινούσαν. Σκεφτόμουν αυτόν, την ηρεμία, την άνεση του, αυτό το χαμόγελο που ποτέ δεν εγκατέλειπε το πρόσωπο του, τον τρόπο που με μεθούσε με λόγια...

DisenchantedWhere stories live. Discover now