Chapter 39

98 3 3
                                    

Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει κι εμείς βρισκόμασταν ακόμη στο ίδιο σημείο. Ο Τζορτζ να ορίεται μοναχός κι εγώ λίγο πιο δίπλα να τον κοιτάω τρομαγμένη. Δεν είχε σταματήσει να μουρμουρίζει και να βρίζει ενώ έσκυβε πανω απ την άμμο προσπαθώντας να ελεγξει τις ανάσες του. Σκέφτηκα να τον πλησιάσω, χωρίς να ξέρω γιατι να θέλω να κάνω κάτι τέτοιο, απλώς ήθελα να τον αγγίξω. Σκέφτηκα να τον χτυπήσω, με όλη μου τη δύναμη για να εκδικηθώ που δεν με άφησε να ελευθερωθώ απο αυτόν και τα βρώμικα παιχνίδια του. Σκέφτηκα ακόμη και να τον καθησυχάσω. Αλλά αυτό θα ήταν μάταιο, μιας και δεν έχω καμία σημασία γι αυτόν.
Το πολύ πολύ να με χτυπούσε ξανά, ή να έβαζε τα χέρια του στον λαιμό μου να με πνίξει.
Όμως αυτός ο πνιγμός, δεν έμοιαζε τόσο επίπονος και βασανιστικός. Τα χέρια του εφάρμοζαν τέλεια γύρω απ τον λαιμό μου, ήταν ζεστά, μαλακά και σταθερά. Ήταν σαν να μπορούσε να αγκαλιάσει την ψυχή μου να την κρύψει μέσα στις χούφτες του και καθώς σφίγκει για να την λιώσει, να την κάνει χίλλια κομμάτια. Φαίνεται πως μάλλον δεν αρκέστηκε στην καρδιά και ήθελε να κάνει το ίδιο και στην ψυχή. Η οποία έβρισκε καταφύγιο ακριβώς σε αυτό το σημείο και φώλιαζε εκεί κοντά, περιμένοντας τον να έρθει να την αγγίξει, ακόμη κι αν αυτό το άγγιγμα ήταν βίαιο και μοιραίο.

"Γιατί το έκανες αυτό;" είπα τελικά καταστρέφοντας την ησυχία που επικρατούσε.
Εκείνος όμως με αγνόησε, δεν γύρισε κάν να με κοιτάξει. "Γιατί δεν με άφησες να αυτοκτονήσω;" συνέχισα όμως και πάλι τίποτα.
Διάολε, το μισώ όταν το κάνει αυτό. Το μισώ τόσο πολύ.

"Γαμώτο κοίταξε με!" Ούρλιαξα.
Τότε το κεφάλι του γύρισε απότομα και με κοίταξε με ένα δολοφονικό, άρρωστο βλέμμα. "Τι διάολο θέλεις από εμένα;"

"Βουλωσέ το." Μουρμούρισε μέσα απ τα δόντια του. Με αγνοούσε, με αγνοούσε κανονικότατα και σιχαίνομαι να με αγνοούν.
"Τζορτζ!" Ξαναφώναξα πετώντας μία πέτρα πάνω του. Εκείνος τότε σηκώθηκε και με πλησίασε με γροθιές και γουρλωμένα μάτια. Ήταν βουρκωμένος και γεμάτος δάκρυα. Το βλέμμα του αντανακλούσε πόνο αλλα και ανεξέλενκτο θυμό, πρώτη φορά το πρόσωπο του ήταν τόσο σκοτεινό και τα μάτια του τόσο σκούρα. Έμοιαζε σαν αληθινός δαίμονας, όμως δεν φοβήθηκα να σηκωθώ και να τον πλησιάσω.

"Γιατί δεν με άφησες να πεθάνω;" ξανα είπα πιο δυνατά απο κάθε άλλη φορά έτοιμη να βουρκώσω. Πάλευα με μανία να μη κλάψω, να μη του δείξω πόσο αδύναμη και ευάλωτη ήμουν, ήθελα να νομίζει πως μόνο εκείνος απειλείται αυτή τη στιγμή.
"Σε βαρέθηκα γαμώτο!" Συνέχισα να ουρλιάζω. "Ούτε να με σκοτώσεις δεν έχεις το θάρρος!" Προσπάθησα να πω, όμως η αστάθια στην φωνή μου μαρτηρούσε ότι σύντομα θα ξέσπαγα και πάλι σε δάκρυα.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Aug 09, 2017 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

DisenchantedWhere stories live. Discover now