*Ψήνεσαι να σου μάθω να διασκεδάζεις;'', γράφει και απορώ τι εννοεί. Πώς και γιατί να μου μάθει να διασκεδάζω δηλαδή;
*Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει αυτό και φοβάμαι λίγο:P*, καθώς πληκτρολογώ τα δάχτυλα μου τρέμουν για κάποιον ηλίθιο λόγο.
*Έλα έξω από το σπίτι σου στις 9 για να μάθεις και φέρε και το μπουφάν. Άμα θες:P*, το μήνυμα με ξάφνιασε. Στα αλήθεια αναρωτιέμαι γιατί συνεχίζει να ασχολείται μαζί μου, γιατί θέλει να περνάει χρόνο με εμένα. Είναι περίεργο όλο αυτό αλλά το διασκεδάζω. Νιώθω λες και η ζωή μου έχει κάποιο νόημα με όλα αυτά που γίνονται.
*Θα το σκεφτώ*, γράφω προσπαθώντας να το παίξω δύσκολη αν και δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάω.
Περνάω την υπόλοιπη μέρα ανυπομονώντας για το βράδυ. Το μισώ που με κάνει να ανυπομονώ, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να με κάνει να ανυπομονώ.
Γύρω στις 8:00 μπαίνω για μπάνιο, αφήνω πολλή ώρα το νερό να τρέξει στο σώμα μου και μετά τυλίγω μια πετσέτα γύρω μου και βγαίνω έξω. Μυρίζω το αγαπημένο μου αφρόλουτρο καρύδας ενώ ντύνομαι. Αποφάσισα να φορέσω ένα στενό ανοιχτόχρωμο τζιν με μία άσπρη μακρυμάνικη μπλούζα μέχρι τον αφαλό. Τα πόδια μου δείχνουν πολύ ωραία με αυτό το τζιν, όπως διαπιστώνω κοιτώντας το είδωλό μου στον καθρέφτη.
Αναρωτιέμαι αν θα μου πήγαινε να βαφτώ σήμερα, έτσι για την διαφορά. Η μητέρα μου είχε αγοράσει ένα σετ προϊόντων μακιγιάζ που παραμένει άθικτο. Το ανοίγω. Βάζω λίγο μεικ απ και το πρόσωπο μου δείχνει λίγο πιο φωτεινό. Έπειτα προσθέτω λίγη μάσκαρα στις βλεφαρίδες μου ενώ το βουρτσάκι μπαίνει στα μάτια μου και τσούζει αλλά τα καταφέρνω. Ολοκληρώνω με ένα απαλό μπορντό ματ κραγιόν και το αποτέλεσμα είναι όμορφο. Ίσως να βάφομαι πιο συχνά.
''Μαμά θα βγω'', ανακοινώνω και γυρίζει να με κοιτάξει σοκαρισμένη. ''Αλήθεια;'', απορεί. ''Ναι, δεν νομίζω να αργήσω''
''Είσαι κούκλα, χαίρομαι που θα βγεις να περάσεις τέλεια'', μου λέει γλυκά, επειδή είναι η πρώτη φορά που βγαίνω έξω βράδυ και μάλιστα ετοιμάζομαι.
Η ώρα είναι 9:06 μόλις ανοίγω τη πόρτα και βγαίνω από το σπίτι, κρατώντας το μπουφάν του. Το αμάξι του με περιμένει εκεί και χαμογελάω ασυναίσθητα, έχω άγχος για το τι πρόκειται να συμβεί απόψε αλλά για κάποιο περίεργο λόγο τον εμπιστεύομαι.
Περπατάω ως εκεί και μόλις ανοίγω την πόρτα, η υπέροχη μυρωδιά του κατακλύζει το είναι μου. Κοιτάω μέσα και βρίσκεται εκεί, χαμογελάει. ''Νόμιζα πως δεν θα έρθεις'', λέει όταν κάθομαι στην θέση του συνοδηγού. ''Δεν ξέρω γιατί ήρθα'', γελάμε ελαφρά και πατάει το γκάζι. Σε δύο λεπτά έχουμε μπει στον κεντρικό δρόμο.
YOU ARE READING
Him
FanfictionΔεν πίστευε σε καμία ουτοπία, ούτε σε θαύματα και ξαφνικές αλλαγές. Ήθελε μόνο να ζει, να ταξιδεύει, να αναπνέει, να ονειρεύεται. Η συναναστροφή με άλλα άτομα ήταν κάτι που απεχθανόταν. Μόνο η ίδια ήξερε ποια είναι. Και όσο μαύρα να ήταν τα ρούχα κα...