Ο ήλιος είχε ξεπροβάλλει από νωρίς στον καθάριο και γαλανό ουρανό των Χανίων. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν ξεκινήσει την καθημερινή τους ρουτίνα, ο κάθε ένας ξεχωριστά είχε αναλάβει το πόστο του. Ο μανάβης καλημέριζε και καλούσε τους Χανιώτες να αγοράσουν τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά του, παινεύοντας τα και λέγοντας πόσο ζουμερά ήταν... ο ψαράς είχε απλώσει ήδη τη πραμάτεια και εκείνος καλώντας ανάλογα τον κάθε ένα να αγοράσει φρέσκο ψάρι, νόστιμο το οποίο ακόμη ''σπαρταρούσε'' αφού πριν λίγες ώρες εκείνος ο ίδιος το είχε ψαρέψει από τη θάλασσα...
Η Αγγελική με τη μητέρα της Πηνελόπη από νωρίς το πρωί γυρόφερναν την αγορά για να αγοράσουν τα καλύτερα και νοστιμότερα αγαθά για το σπίτι του αφεντικού τους, του Μανώλη Αποστολάκη, άντρα σεβαστού και αγαπητού όχι μόνο στην πόλη τους, αλλά σε όλη τη μεγαλόνησο! Ήταν άντρας σωστός και τίμιος, όλοι είχαν να το λένε... Στην οικογένεια δούλευαν από χρόνια, η Πηνελόπη από τότε που θυμόταν τη μητέρα της εργαζόταν για την οικογένεια Αποστολάκη και ύστερα, ήρθε και η σειρά της... και να που τώρα ήρθε και η σειρά της κόρης της η οποία τον τελευταίο ενάμιση χρόνο βρισκόταν υπό την δούλεψη του ''άρχοντα'' όπως ορισμένοι τον αποκαλούσαν.
Διάλεγαν κάθε λογής φρούτο, κάθε λογής λαχανικό... η Πηνελόπη ως πιο έμπειρη από την κόρη της πέρασε και από τον ψαρά να διαλέξει φρέσκα και καλά ψάρια, δεν είναι πως δεν εμπιστευόταν την Αγγελική η αλήθεια είναι μα ο κυρ Θόδωρος που είχε το ιχθυοπωλείο ήταν λίγο πονηρός και την έφερνε σε όποιον δεν ήταν έμπειρος και πονηρός σαν του λόγου του. Έτσι, η Αγγελική τράβηξε πλώρη προς τον μπακάλη για να πάρει καφέ και ζάχαρη, δεν άργησε καθόλου, η κυρά Βασιλική μόλις την είδε την εξυπηρέτησε καλημερίζοντας την ύστερα δίνοντας της την ευχή της. Μόλις η Αγγελική ξανά συνάντησε τη μητέρα της και αφού είχαν τελειώσει με τα ψώνια τους πήραν τον δρόμο του γυρισμού, περπατώντας δίπλα από το λιμάνι των Χανίων και παρατηρώντας για άλλη μια φορά την ομορφιά της πόλης...
«Έλα παιδάκι μου αργήσαμε...» άκουσε κάποια στιγμή η Αγγελική τη μαμά της να σχολιάζει. Καθώς περπατούσαν είχε απορροφηθεί στις σκέψεις της, στο ότι μια μέρα θα έφευγε από την πόλη και θα επισκεπτόταν την Αθήνα να κάνει μια αρχή διαφορετική... δεν είχε όνειρο, αλλά ούτε και προσδοκία να ζήσει μια ζωή σαν υπηρέτρια στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων, είχε δικαίωμα να ανοίξει τα φτερά της... να κάνει μια προσπάθεια για τη ζωή της.
YOU ARE READING
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Historical FictionΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...