Κεφάλαιο 11

2.3K 331 12
                                    



Η αγκαλιά τους ήταν κάτι παραπάνω από παρατεταμένη. Ο ένας δεν χόρταινε τον άλλο, η μυρωδιά του εισχωρούσε στα ρουθούνια της και ένιωθε πως ξαφνικά μετά από χρόνια ξανά βρισκόταν στον σπίτι της! Τα χέρια του ευλαβικά είχαν τυλιχτεί γύρω από τη μέση της, την κρατούσαν σφιχτά λες και υπήρχε πιθανότητα δια μαγείας εκείνη να χαθεί. Ο χρόνος είχε παγώσει, κάθε τι τριγύρω απλά φάνταζε αδιάφορο μπροστά στα όσα διαδραματίζονταν εκείνη τη στιγμή, μπροστά στην αγάπη τους η οποία μετά από χρόνια άνθισε σαν τις αμυγδαλιές την άνοιξη. Τα δάκρυα έρεαν ακατάπαυστα από τα μάτια της, ήταν δάκρυα ανάμεικτα, χαράς, λύπης, παράπονου και άλλων τόσων αιτιών που με τον χρόνο από εκείνη τη στιγμή και ύστερα... σίγουρα θα επουλώνονταν και με το παραπάνω.

«Είσαι εδώ. Είσαι στα αλήθεια εδώ...» έλεγε και ξανά έλεγε η Αγγελική η οποία ακόμη δε μπορούσε να το αντιληφθεί. Όχι πως κανείς θα την αδικούσε. Είχαν χαθεί για δέκα και ολόκληρα χρόνια, είχε χάσει κάθε του ίχνος και οι εντυπώσεις της από τα όσα της είχαν πει οι γονείς ήταν πως ποτέ δεν την είχε αγαπήσει... αλλά πλέον ήξερε, δίχως να έχει ειπωθεί ούτε μια λέξη, ήξερε πως την λάτρευε όπως εκείνη τον λάτρευε με όλο της το είναι.

«Είμαι εδώ Αγγελική μου, εδώ... και δεν πρόκειται να ξανά φύγω ποτέ μακριά σου!» την διαβεβαίωνε εκείνος με λόγια τα οποία θα έκανε τα πάντα για να τηρηθούν! Άλλωστε ήταν πλέον άνδρας! Όποιος και αν στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο του θα είχε τα μέσα να τον αντιμετωπίσει.

«Τόσα χρόνια...» ο λυγμός που ξέφυγε από τη φωνή της την έκανε να καταρρεύσει στην αγκαλιά του με εκείνον να την συγκρατεί βάζοντας την να καθίσει στην πολυθρόνα λίγο πιο πίσω τους.

«Συγνώμη! Συγνώμη για όλα αγάπη μου... δεν φέρθηκα σωστά, δεν πάλεψα όπως έπρεπε για εμάς. Σηκώθηκα και έφυγα σαν άβουλος υπακούγοντας τις εντολές των δικών μου, όμως τώρα κανείς και τίποτα δε θα με εμποδίσει. ΚΑΝΕΙΣ και ΤΙΠΟΤΑ!!!» την διαβεβαίωσε πιάνοντας της το πρόσωπο και τοποθετώντας το ανάμεσα στις παλάμες του.

«Νόμιζα πως με είχες κοροϊδέψει...» της χαμογέλασε πικρά σκουπίζοντας τα δάκρυα που έρεαν στα ροδαλά της μάγουλα.

«Εσένα; Να κορόιδευα εγώ εσένα; Την κοτσιδού μου; Τη μόνη κοπέλα που αγάπησα;» δακρυσμένος και ο ίδιος την ρώτησε «Σου είχα γράψει ένα γράμμα στο οποίο σου διαβεβαίωνα πως θα επέστρεφα μια μέρα για να διεκδικήσουμε μαζί ένα κοινό μέλλον γεμάτο με τα όνειρα που είχαμε κάνει, η Μαρία όμως δεν πρόλαβε να στο δώσει ποτέ... ήταν τότε που ο Ιάσωνας είχε χάσει τη ζωή του και μετά από καιρό που είχαμε μιλήσει με την αδερφή μου, μου παραδέχθηκε πως το γράμμα είχε κάνει φτερά.» συνέχισε ο Παύλος με την Αγγελική να κρατάει τις παλάμες του ανάμεσα στις δικές της, ενώ καθόταν γονατιστός μπροστά της.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016Onde histórias criam vida. Descubra agora