Λίγες εβδομάδες ύστερα, μετά τον αρραβώνα του Σήφη και της Δήμητρας στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ένα πρωινό χτύπησε η πόρτα. Η Αγγελική, η οποία εκείνη την στιγμή έστρωνε το πρωινό τραπέζι έτρεξε να ανοίξει τη μεγάλη και επιβλητική πόρτα του αρχοντικού αντικρίζοντας μπροστά της έναν νεαρό άντρα ο οποίος στεκόταν καμαρωτός και χαμογελαστός στο κατώφλι του αρχοντικού. Το όνομα του ήταν Ιάσονας Παπαδάκης, ξακουστός σε όλη τη μεγαλόνησο. Όλοι τον ήξεραν, πως άλλωστε να μη τον γνώριζαν όταν ο πατέρας του ήταν ο δήμαρχος των Χανίων και ο ίδιος μετέπειτα θα έπαιρνε τη θέση του. Αφού πέρασε μέσα στο αρχοντικό, επί ώρες μαζί με τον Μανώλη κλείστηκαν στο γραφείο του μιλώντας με τις ώρες... Πράγμα το οποίο έβαλε σε υποψίες τα παιδιά, με τη Μαρία να αναλογιζόταν και πως η δική της ώρα κοντοζύγωνε.
Ο Μανώλης το ίδιο βράδυ ανακοίνωσε στη γυναίκα και στα παιδιά του πως ο αρραβώνας της Μαρίας θα γινόταν σε δύο μέρες... η λαλιά της νεαρής κοπέλας κόπηκε, δε σηκώθηκε να εναντιωθεί και ούτε καν σκέφτηκε να το επιχειρήσει. Άλλωστε, ήξερε πως μια μέρα ο πατέρας της θα φρόντιζε να της βρει έναν σύζυγο για να παντρευτεί και εκείνη θα έπρεπε απλά να ετοιμάσει τα προικιά της και να δείχνει χαρούμενη. Ο Παύλος πήγε να πει κάτι, μα η γερή λαβή του αδερφού του Σήφη τον σταμάτησε. Ο δεύτερος ως πιο λογικός ήξερε πως δεν είχε νόημα να του πάνε κόντρα... εκείνος ο άνθρωπος ήταν αδίστακτος και ανένδοτος, όπως και η ίδια τους η μητέρα η οποία σαν γυναίκα θα έπρεπε να δείχνει περισσότερη κατανόηση, αλλά, ήταν σκληρή και απόμακρη.
Εκείνο το βράδυ η Αγγελική με τη μητέρα της δε γύρισαν στο σπιτικό τους. Άρχισαν να στολίζουν τα προικιά της Μαρίας τα οποία θα έβλεπαν όλες οι γυναίκες των Χανίων... θαυμάζοντας τα μεταξωτά υφάσματα, τα προσεγμένα κεντητά τραπεζομάντηλα και ότι άλλο κανείς θα μπορούσε να φανταστεί. Όλα ήταν φτιαγμένα στο χέρι, από τη Μαρία η οποία από μικρή είχε μάθει να υφαίνει από τη γιαγιά της η οποία ήταν αρχόντισσα με τα όλα της. Της είχε μοιάσει η Μαρία, είχε πάρει όλα της τα χαρίσματα... και γι αυτό η μητέρα της να τη ζήλευε κάπως, γιατί ήταν πιο άξια από εκείνη και πιο σωστή. Όμως τι λέω; Είναι δυνατόν μια μάνα να ζηλεύει το ίδιο της το παιδί; Όχι βέβαια, θα έπρεπε να χαίρεται που η κόρη της ήταν καλύτερη από εκείνη, αλλά αυτά ήταν ψηλά γράμματα για τη κυρία Αποστολάκη!
Όταν η ημέρα των αρραβώνων έφτασε ο Μανώλης πετούσε από τη χαρά του! Γιατί να μη το κάνει άραγε; Ο πρωτότοκος του προ λίγων εβδομάδων είχε αρραβωνιαστεί με μια πλούσια κληρονόμο και η κόρη του εκείνο το βράδυ αρραβωνιαζόταν με τον γιο του δημάρχου... αν και βαθιά μέσα του είχε ως όνειρο ο ίδιος να λάβει τη σκυτάλη, όνειρο άπιαστο βέβαια... για εκείνον, όχι όμως για έναν άλλο ήρωα της ιστορίας μας! Η Δήμητρα ήταν για άλλη μια φορά το πρόσωπο της βραδιάς, ακόμη και αν εκείνη δεν της άνηκε. Ήταν χωμένη μέσα στο κατακόκκινο φόρεμα της, η πλάτη της ήταν όλη έξω κάνοντας τους πάντες να την σχολιάζουν με τους άντρες να θαυμάζουν και τις γυναίκες να τη χαντακώνουν και όχι άδικα, αφού και οι κινήσεις της ήταν διαχυτικές σε υπερβολικό σημείο. Ο Σήφης, ένιωθε θυμό και ντροπή για τις πράξεις της. Με τις πράξεις της θιγόταν η υπόληψη του...
Η Μαρία πάλι, ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν αντικριστά με τον φερόμενο αρραβωνιαστικό της ο οποίος ήταν αρκετά κομψός και ευγενικός και όπως θα μάθουμε στη συνέχεια ήταν κύριος με τα όλα του... ώσπου η κακιά ώρα θα του χτυπούσε τη πόρτα. Αφού αντάλλαξαν τις βέρες, με τη Μαρία να φοράει το μονόπετρο της γιαγιάς του Ιάσωνα στον παράμεσο του αριστερού χεριού χόρεψαν και τον πρώτο τους χορό με τον Ιάσωνα να τη κοιτάζει στα μάτια και να κάνει όνειρα για τις επόμενες στιγμές, χρόνια...
Ο Παύλος πάλι έζωνε σε μαύρα φίδια. Ανησυχούσε πως κοντοζύγωνε και η δική του σειρά και μόνο στην ιδέα έσταζε κρύο ιδρώτα. Δεν ήταν εκείνος για αρραβωνιάσματα, τουλάχιστον όχι εκείνη τη περίοδο αφού ήταν ακόμη μικρός, μόλις λίγο πριν τα δεκαοχτώ και από την άλλη δεν ήθελε να του υποδείξουν ποια γυναίκα θα παντρευόταν, αλλά θα ήθελε εκείνος να τη διαλέξει, να τη ζήσει... Πάλι όμως αυτά ήταν ψηλά γράμματα για τον Μανώλη, είχε μάθει μόνο να διατάζει και όλοι οι άλλοι να τον υπακούν.
Η Αγγελική εκείνο το βράδυ είχε την ευκαιρία να ξεκουραστεί αφού ο αρραβώνας θα γινόταν στο σπιτικό του Ιάσονα... βρισκόταν στο σπιτάκι της, στο δωμάτιο όπου μοιραζόταν με τις άλλες τρεις αδερφές της και αγνάντευε έξω από το παράθυρο το φεγγάρι παρέα με τα αστέρια. Ονειροπολούσε το δικό της μέλλον και αναλογιζόταν αν θα τα κατάφερνε να φύγει από το νησί και να ανέβει στην Αθήνα, προτού και ο δικός της πατέρας την αρραβώνιαζε με κάποιον της αρεσκείας του... η ιδέα την τρόμαζε, αλλά προσπαθούσε να την αποδιώξει.
Όταν είδε ένα αστέρι να πέφτει... έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και ψιθύρισε την ευχή της πιάνοντας σφιχτά το σημείο της καρδιάς με την ελπίδα εκείνη να γινόταν αληθινή. Ύστερα, χαμογελαστή ξάπλωσε στο παλιό σιδερένιο κρεβάτι της ονειροπολώντας το δικό της μέλλον, έτσι όπως εκείνη ήθελε... παραβλέποντας πως άλλος είναι αυτός που κινεί τα νήματα.
(Μικρό, το παραδέχομαι.
Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη.)
YOU ARE READING
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Historical FictionΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...