Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το αρχοντικό και όσοι βρίσκονταν μέσα άρχισαν να βγαίνουν με τον Παύλο, την Αγγελική και τον μικρό να είναι οι τελευταίοι. Τα μάτια του νεαρού περιπλανήθηκαν στο σπίτι, χιλιάδες αναμνήσεις τρύπωσαν στο μυαλό του με τις παλιότερες να εμπεριέχουν και τον παππού του και τη γιαγιά του, όμορφες αναμνήσεις ήταν αυτές... μα όσο ο νους του συλλογιζόταν τα μετέπειτα χρόνια όπου μεγάλωνε με τους γονείς του σαν κέρβερους πάνω από το κεφάλι του θύμωνε και ξανά γέμιζε οργή για τους ανθρώπους εκείνους. Η Αγγελική στο πλάι του κρατιόταν από το χέρι του, φοβόταν για την αντίδραση εκείνων των ανθρώπων, μα δεν έπρεπε, είχε στο πλευρό της τον αρραβωνιαστικό της και τον γιο της ο οποίος με έκπληξη παρατηρούσε τα πάντα τριγύρω... εκείνο το σπίτι και πολλά άλλα ήταν ένα μερίδιο και της δικής του κληρονομιάς, ήταν δικά του και ο Παύλος μαζί με τα αδέρφια του για τη δικαίωση εκείνου θα έκαναν τα πάντα.
Ο Μανώλης και η Δέσποινα περίμεναν υπομονετικά η πόρτα του αρχοντικού να ανοίξει, η Στέλλα, η νέα οικονόμος που είχαν στο αρχοντικό τους είχε ενημερώσει για την άφιξη του Σήφη και της Μαρίας μαζί με ένα άλλο ζευγάρι και δύο μικρά παιδιά. Το ζευγάρι δεν τους έκανε εντύπωση, μα το δεύτερο παιδί αναρωτήθηκαν ποιο θα μπορούσε να είναι! Αχ και να πονήρευε λίγο ο λογισμός τους, αλλά όχι, σε τέτοια θέματα δε μπορούσε... Μόλις η πόρτα άνοιξε ο Σήφης μπήκε πρώτος στο καθιστικό ακολουθώντας από πίσω η Μαρία, ο Παύλος στάθηκε για λίγο στο κατώφλι αντικρίζοντας την Αγγελική η οποία ήταν φανερά αγχωμένη και άσπρη σαν το πανί. Έπιασε το πρόσωπο της στις παλάμες του και φίλησε απαλά το μέτωπο της...
«Ηρέμησε Αγγελική μου, όλα καλά θα πάνε... είμαστε μαζί τώρα και δεν έχεις να φοβάσαι για τίποτα!» της είπε χαμογελώντας.
«Το υπόσχεσαι;» με τρεμάμενη φωνή αναρωτήθηκε.
«Και βέβαια το υπόσχομαι... όπως σου υπόσχομαι πως θα προσέχω εσένα και τον γιο μας ώσπου ο ήλιος να χάσει το φως του!» αγκαλιάστηκαν σφιχτά και μετά γύρισαν προς την είσοδο του αρχοντικού, ενώ η Δέσποινα και ο Νικόλας έμειναν στην αυλή για να παίξουν... ακόμη και αν δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν λόγο της γλώσσας είχαν έναν δικό τους τρόπο επικοινωνίας.
«Που είναι ο Παύλος;» ρώτησε η Δέσποινα... ενώ πάνω στην ώρα ο ήρωας μας εμφανίστηκε στο καθιστικό αλά μπρατσέτα με την Αγγελική παγώνοντας τη ροή του αίματος στις αρτηρίες της Δέσποινας η οποία με φόρα έπεσε στην πολυθρόνα από πίσω της... ενώ ύστερα ο Μανώλης έτρεξε να δει αν ήταν καλά.
STAI LEGGENDO
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Narrativa StoricaΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...