Ο Σήφης ήταν καθισμένος στην αίθουσα συνεδριάσεων όπου το νοσοκομείο διέθετε, μόλις είχε τελειώσει ένα πολύωρο χειρουργείο και χρειαζόταν λίγα λεπτά ξεκούρασης. Έτριψε τους κροτάφους του ενώ η πλάτη του βολεύτηκε σε εκείνη της καρέκλας και τι δε θα έδινε να βρισκόταν στο σπίτι για λίγες ώρες και να χαλάρωνε, αλλά αυτό ήταν αδύνατον και όχι περισσότερο λόγω της δουλειάς, αλλά της γκρίνιας που θα είχε πάνω από το κεφάλι του. Χαμογέλασε πικρά στην σκέψη αυτή και αναλογίστηκε πόσο άσχημο είναι το σπίτι σου να μη σου προσφέρει τη ζεστασιά που πρέπει. Ευτυχώς είχε τη μικρή Δέσποινα, εκείνη ήταν μια στάλα φωτός σε όλο το μαύρο που τον περιτριγύριζε... Η μικρή όμως πολλές φορές περνούσε ώρες ολόκληρες με τη Μαρία, πράγμα βολικό και για τη Δήμητρα η οποία τριγύριζε ανέμελη σε όλα τα Χανιά, αλλά και για τη Δέσποινα καθώς το σπίτι έμενε καθαρό και δεν το έκανε άνω-κάτω η μικρή δεσποινίδα...
«Φαίνεσαι εξαντλημένος...» η ήρεμη φωνή της γέμισε τον χώρο με την παρατήρηση της.
«Αντέχω λίγο ακόμη!» αστειεύτηκε εκείνος.
«Σήφη, σοβαρολογώ! Έχεις μαύρους κύκλους από την αϋπνία... Μετράς πάνω από ένα εικοσιτετράωρο ξύπνιος, γύρνα σπίτι να ξεκουραστείς τόσοι είμαστε εδώ, μην ανησυχείς για τους ασθενείς. Αν θες θα αναλάβω και τους δικούς σου.» κάθισε δίπλα του και συνέχισε να επιμένει.
«Να κάνω τότε καμία κούρα ομορφιάς να φύγουν οι μαύροι κύκλοι... κάτσε να το πω στην Δήμητρα, εκείνη σίγουρα θα ξέρει αφού όλη μέρα δεν κάνει και τίποτα άλλο!» σχολίασε ο Σήφης, με το τέλος της πρότασης του να είναι υποτιμητικό ως προς το πρόσωπο της συζύγου του.
«Αφού ξέρεις πως εμείς οι γυναίκες με αυτά μας αρέσει να ασχολιόμαστε.» προσπάθησε εκείνη να μη βαρύνει το κλίμα της συζήτησης.
«Χριστίνα... ξέρω τι κάνουν συνήθως οι γυναίκες και η αδερφή μου επίσης γυναίκα είναι, αλλά δεν καταπιάνεται όλη μέρα με το άτομο της, δεν τρέχει όλη μέρα για ψώνια και έξω από το σπίτι και το στην τελική έχουμε ένα παιδί το οποίο περισσότερο βλέπει την Μαρία παρά την Δήμητρα.» το παράπονο αισθητό στον τόνο της φωνής του, αλλά τι το συζητούσε λες και δεν ήξερε τόσα χρόνια την Δήμητρα.
«Δεν ξέρω Σήφη, εσύ τα ξέρεις καλύτερα...» ανασήκωσε ανήξερη τους ώμους η Χριστίνα.
Ήταν περίπου ενάμιση χρόνο στο νοσοκομείο, αλλά και στο νησί. Η καταγωγή της ήταν από την Θεσσαλονίκη ενώ είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Παρίσι, ήταν μια ανύπαντρη μητέρα πράγμα το οποίο έκανε πολλούς πίσω από την πλάτη της να φτιάχνουν σενάρια τα οποία θα έτρεφαν αρκετούς για σχόλια ως προς το άτομο της. Ο μικρός Ζακ ήταν ο καρπός του έρωτα της με τον Νικολά, έναν Γάλλο συμφοιτητή της τον οποίο είχε γνωρίσει κατά την διάρκεια των σπουδών της. Ο μικρός ήταν γύρω στα έντεκα, ένα βήμα πριν την εφηβεία και η Χριστίνα προσπαθούσε να τον βοηθήσει το περισσότερο δυνατό, αλλά και να τον προστατεύσει από τα κακά σχόλια που οι γύρω του σίγουρα θα του έκαναν. Στην κλειστόμυαλη τότε κοινωνία των Χανίων, η Χριστίνα ήταν μια παστρικιά... όπως κάθε άλλη γυναίκα που είχε ένα παιδί εκτός γάμου. Όμως, όσες γλώσσες έσταζαν δηλητήριο είχαν αμαρτίες στην πλάτη οι οποίες δεν συγκρίνονταν με τον καρπό ενός νεανικού έρωτα...
Η Αγγελική εκείνο το πρωινό είχε αργήσει να πάει στο γραφείο καθώς είχε συνοδεύσει την θεία της για τις εξετάσεις που θα έκανε, ανεβαίνοντας τις σκάλες της πολυκατοικίας όπου το δικηγορικό στεγαζόταν χαιρέτησε τον κύριο Σάββα και θυρωρό της πολυκατοικίας ενώ συνάντησε και κάποιους άλλους ενοίκους οι οποίοι κατέβαιναν. Μέσα στο γραφείο μόλις μπήκε φωνές ηχούσαν, ο κύριος Δρόσος είχε πελάτες αναλογίστηκε και έσπευσε να ξεντυθεί για να πάει μέσα να δει αν ήθελε κάτι.
Ανοίγοντας την πόρτα ήρθε αντιμέτωπη με το απροσδόκητο! Βρισκόταν μπροστά της με σάρκα και οστά, το βλέμμα του κλείδωσε με το δικό της κάνοντας τα πόδια της να μαρμαρώσουν στο ξύλινο δάπεδο. Ξεροκατάπιε, τρεμόπαιξε τα βλέφαρα της λίγες φορές ενώ και ο Παύλος είχε πάνω-κάτω την ίδια αντίδραση καθώς αυτή η απρόσμενη συνάντηση ήταν κάτι σαν δώρο για εκείνον...
«Αγγελική κορίτσι μου είσαι καλά;» την ρώτησε ο Δημήτρης αφού είδε πως η κοπέλα είχε χάσει το χρώμα της.
«Αγγελική... Αγγελική εσύ είσαι!» σχολίασε ο Παύλος χαμογελώντας, αφού το όνομα είχε επιβεβαιωθεί και από τον Δημήτρη και όλο αυτό δεν ήταν ένα παιχνίδι της φαντασίας του.
«Γνωρίζεστε;» αναρωτήθηκε ο άνδρας.
«Δημήτρη, μπορείς να μας δώσεις λίγα λεπτά;» ο Παύλος απευθύνθηκε στον Δημήτρη.
«Όσα θέλετε, θα είμαι κάτω στο καφενείο.» σηκώθηκε από τη θέση του και κίνησε για την πόρτα.
Μένοντας μόνοι ο Παύλος διστακτικά την πλησίασε αγγίζοντας την παλάμη της η οποία ήταν παγωμένη, το βλέμμα της ακόμη έδειχνε χαμένο ενώ ο λαιμός της ήταν στεγνός και λέξη δεν μπορούσε να βγει από εκείνον. Τα χείλη του ήρθαν σε επαφή με την αναστροφή της παλάμης της, η μυρωδιά της, το απαλό της δέρμα... ήταν εκείνη και είχε βρεθεί στον δρόμο του ουρανοκατέβατη.
«Αγγελική μου, εγώ είμαι, ο Παύλος... μίλα μου, πες κάτι! Μη σιωπάς.» την πλησίασε περισσότερο, τοποθετώντας το πρόσωπο της ανάμεσα στις παλάμες του.
«Δε... δε μπορεί... είναι όνειρο.» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει εκείνη.
«Όχι, όχι... δεν είναι όνειρο...» εκείνος πρότρεξε να την διαβεβαιώσει ακουμπώντας τα μέτωπα τους «...είναι αλήθεια, είμαι εδώ!» της είπε χαμογελώντας με την καρδιά του να χτυπάει τόσο δυνατά που νόμιζε πως θα έβγαινα από το στήθος του.
«Παύλο μου...» με δάκρυα στα μάτια μπόρεσε να πει με φωνή ξεψυχισμένη, ενώ έπεσε στην αγκαλιά του.
(Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη...)
ESTÁS LEYENDO
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Ficción históricaΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...