Η ανακοίνωση του αρραβώνα έσκασε σαν ''βόμβα'' στα αυτιά της Αγγελικής και της μητέρας της οι οποίες κλίθηκαν να ετοιμάσουν τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες... Πόσοι και πόσοι κοσμικοί του νησιού θα παρευρίσκονταν στο τραπέζι, άλλοι τόσοι απλοί και συγγενείς και φίλοι ώστε τα νέα το επόμενο πρωί να έφταναν γρηγορότερα από άκρη σε άκρη του νησιού και η ισχυροποίηση της οικογένειας Αποστολάκη να ήταν το θέμα συζήτησης από όλους.
Η μητέρα της Αγγελικής έτρεχε και δεν πρόφτανε... δύο χέρια είχε η γυναίκα, τι να πρωτοπρολάβαινε να κάνει. Να φτιάξει τα ορεκτικά, τα κυρίως πιάτα, τα γλυκά και άλλα τόσα με τον χρόνο αντί να είναι σύμμαχος... να την πιέζει. Η Αγγελική από την άλλη πλευρά ασχολιόταν με τον καθαρισμό και τον στολισμό της μεγάλης σάλας, τραπεζομάντιλα τα οποία είχε φτιάξει στο χέρι η Δέσποινα, καθώς ήταν η προίκα της, κεντητές πετσέτες, έπρεπε επίσης να γυαλίσει όλα τα ασημικά και τέλος... να ήταν προσεκτική με τα κρυστάλλινα ποτήρια καθώς τα έβγαζε από την κρυσταλλιέρα.
Στον επάνω όροφο του αρχοντικού το κάθε ένα μέλος της οικογένειας ήταν κλεισμένο στην κάμαρα του για να ετοιμαστεί... βέβαια, αν αναλογιστούμε τις αντιδράσεις των παιδιών η προετοιμασία τους θα ήταν ένα μαρτύριο για εκείνους, αλλά ένας παράδεισος για τους γονείς τους οι οποίοι έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας με τα όσα θα επερχόντουσαν. Τουλάχιστον έτσι φαντάζονταν, διότι, ο σοφός λαός δεν λέει άδικα «Όταν εσύ κάνεις όνειρα, ο Θεός γελάει». Κάπως έτσι ήταν η Δέσποινα με τον Μανώλη, κάνανε σχέδια και μάλιστα πολλά... όνειρα τα οποία αν αφορούσαν την δική τους κοινή ζωή θα ήταν αποδεχτά από τα τέκνα τους, μα από την στιγμή που εμπλέκονταν σε άλλων τις ζωές σίγουρα τα δικά τους θέλω δεν θα ήταν και τα θέλω των παιδιών τους.
Αργά το απόγευμα οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί επιτυχώς... Η Πηνελόπη είχε προλάβει τα πάντα, κάθε λογής λιχουδιά είχε μαγειρέψει, πόσα γλυκίσματα μοσχοβολούσαν στον χώρο της κουζίνας με την Αγγελική να τα λιγουρεύεται μα να μην μπορεί να τα φάει καθώς ήταν για τους καλεσμένους. Οι δύο γυναίκες είχαν βάλει τα ''καλά'' τους, την ενδυμασία που φορούσαν σε τέτοιες περιπτώσεις όταν κόσμος θα επισκεπτόταν το αρχοντικό... και σαφώς ομιλώ για το μαύρο έως και λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο φόρεμα το οποίο ήταν κλειστό έως τον λαιμό και με μακρύ μανίκι, ενώ συνοδευόταν από μια λευκή ποδιά και έναν λευκό σκούφο ο οποίος έδενε από πίσω. Οι κοτσίδες της Αγγελικής είχαν αφανιστεί, εντολή της αρχόντισσας και είχαν γίνει ένας γερός και σφιχτός κότσος τον οποίο πως και πως ανυπομονούσε στο τέλος της βραδιάς να λύσει...
YOU ARE READING
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Historical FictionΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...