Η Αγγελική παρατηρούσε τον Παύλο ο οποίος ήταν σιωπηλός και σκεπτικός... είχε συνομιλήσει με εκείνη την άγνωστη γυναίκα στα αγγλικά ενώ εκείνη δεν είχε καταλάβει λέξη, αφού οι μόνες λέξεις που ήξερε στην ξενική εκείνη γλώσσα ήταν ''Καλημέρα'', ''Καληνύχτα'', ''Γεια'' τις οποίες είχε συγκρατήσει από κάποιες ρομαντικές ταινίες που είχε την τύχη να δει όσο ήταν στην Αθήνα. Η σιωπή του την είχε τρομάξει, όπως και το γεγονός του ότι το σπίτι εκείνο που ήταν και η τελευταία τους ελπίδα ήταν άδειο. Που να βρισκόταν εκείνη η οικογένεια, που να ήταν ο γιος της άραγε; Ο πόνος μέσα της μεγάλωνε όπως και η ανάγκη της να βρει το κοπέλι της, το αγοράκι της το οποίο είχε ανάγκη να σφίξει στην αγκαλιά γεμίζοντας το με φιλιά... πόσο μεγάλη επιθυμία είχε να το ακούσει να τη φωνάζει ''μαμά''. Μια τόσο ιερή λέξη, ένας τόσο μεγάλος και σπουδαίος ρόλος της ζωής τον οποίο είχε στερηθεί χάρης την κακία των γονιών της, αλλά και του Παύλου των γονιών. Μόνο που σκεφτόταν τις πράξεις τους φούντωνε, ήθελε εκείνοι οι άνθρωποι να τιμωρηθούν... μα δεν ήξερε τότε πως μόλις έπαιρνε το μικρό αγόρι στην αγκαλιά της όλα θα έσβηναν, κάθε συναίσθημα μίσους μέσα της θα έμοιαζε ασήμαντο και θα είχε ανάγκη μόνο να είναι μαζί με τον γιο και τον άνδρα της ζωής της...
«Τι σου είπε Παύλο μου; Που είναι εκείνοι οι άνθρωποι; Που βρίσκεται το αγόρι μας;» οι απανωτές ερωτήσεις της Αγγελικής ξύπνησαν τον Παύλο από τον λήθαργο που βρισκόταν βυθισμένος... η ματιά του ανασηκώθηκε για να συναντήσει τη δική της η οποία έδειχνε την αγωνία χαραγμένη πάνω της.
«Είσαι δυνατή Αγγελική μου, δεν είσαι;» έπιασε το πρόσωπο της ανάμεσα στις παλάμες του και την ρώτησε.
«Με τόσα που έχω περάσει Παύλο μου, μπορώ να κάνω κάτι άλλο; Πρέπει να είμαι δυνατή. Δε σε καταλαβαίνω όμως, τι σχέση έχει αυτό; Που είναι ο γιος μας; Τι σου είπε εκείνη η γυναίκα Παύλο;» η ηρωίδα μας φάνηκε μπερδεμένη... με τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα ενώ η αγωνία της κορυφωνόταν.
«Το παιδί βρίσκεται εδώ στην πολιτεία, η οικογένεια όμως εδώ και εφτά χρόνια έχει απομακρυνθεί και μετοικήσει στη Νέα Υόρκη...» δίστασε να συνεχίσει, φοβόταν την αντίδραση της... όχι, δεν ήταν πως η Αγγελική δε θα δεχόταν εκείνο το πλάσμα το οποίο ήταν ο καρπός του ερωτά τους, αλλά το σοκ που θα περνούσε στην αρχή... είχε περάσει σαφώς πολλά, μα εκείνο θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Οι ενοχές αν και δε θα έπρεπε πίστευε πως θα την κυρίευαν και γιατί ενοχές; Γιατί είχε στερηθεί τον γιο της ενώ εκείνος την είχε ανάγκη περισσότερο από ότι θα πίστευε.
DU LIEST GERADE
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Historische RomaneΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...