Την ίδια μέρα μέχρι το βράδυ από πόρτα σε πόρτα και στόμα σε στόμα τα νέα είχαν διαδοθεί. Η πόλη ολόκληρη είχε πληροφορηθεί για την επιστροφή του Παύλου, αλλά και για το ότι δεν ήταν μόνος μα είχε μαζί του και παρέα που δεν ήταν άλλη από την Αγγελική, την κόρη του Παναγή ο οποίος στα νέα αυτά θέλησε η γη να ανοίξει και να τον καταπιεί από την ντροπή! Και ύστερα, άνοιξαν και τα χρονοντούλαπα με τους κουτσομπόληδες των Χανίων να κάνουν αναφορές στο τι είχε συμβεί ανάμεσα στους δύο νέους πριν δέκα χρόνια και εκεί συνέδεσαν το μικρό αγόρι... και να σου που είχαν βγάλει πόρισμα δίχως ιδιαίτερη δυσκολία.
Η Πηνελόπη μόλις πληροφορήθηκε από τη μια της κόρη πως η Αγγελική είχε έρθει με τον Παύλο στο νησί ένιωσε τη μεγάλη επιθυμία να την δει, να την αγκαλιάσει και να της ζητήσει ένα μεγάλο συγνώμη για όλα! Ύστερα, έμαθε πως δεν ήταν μόνοι τους, αλλά πως μαζί τους ήταν και ένα μικρό αγόρι εννιά με δέκα χρονών περίπου και το αίμα της πάγωσε. Οι ενοχές που ποτέ δεν την άφησαν άρχισαν να την τρώνε περισσότερο... ήξεραν και εκείνη δεν είχε δικαιολογία να προστατέψει τον εαυτό της. Είχε πράξει λανθασμένα και δεν είχε προσπαθήσει να τους βοηθήσει, ακόμη και αν οι προσπάθειες της έπεφταν στο κενό. Το κλάμα της γοερό, κάνοντας την κόρη της να την αγκαλιάσει ώστε να την καθησυχάσει... και εκεί ήταν που μίλησε για πρώτη φορά και έβγαλε από μέσα της όλα όσα είχαν γίνει δίχως να θελήσει να προστατέψει τον εαυτό της, ήταν η αλήθεια.
Ο Παύλος, η Αγγελική και ο μικρός Νικόλας διέμεναν στο σπίτι της Μαρίας αγνοώντας τον κόσμο που είχε όρεξη για κουτσομπολιό, άλλωστε δεν είχαν κάνει τίποτα το κακό... ήταν μια οικογένεια η οποία βρισκόταν στον τόπο της και φιλοξενούνταν από συγγενικό πρόσωπο. Τώρα το ότι δεν ήταν οικογένεια υπό την έννοια του νόμου, σιγά το πράγμα, αυτό για τον Παύλο και την Αγγελική δεν είχε σημασία! Το ότι ήταν μαζί μετρούσε και τίποτα άλλο. Ο Σήφης και η μικρή Δέσποινα τους επισκέπτονταν καθημερινά, με τον Σήφη να παραδέχεται μόνο στον Παύλο πως οι γονείς τους βρίσκονταν σε υστερία από την ημέρα της άφιξης τους στο νησί. Μα δεν τον ένοιαζε τον Παύλο και δε θα τους λυπόταν για τίποτα... όπως εκείνοι παλιότερα δεν είχαν υπολογίσει εκείνον και τα θέλω του.
Μια από εκείνες τις ημέρες είχε επιστρέψει και η Δήμητρα από το Ηράκλειο για να χαλάσει την ανεβασμένη διάθεση του Σήφη ο οποίος μόλις την είδε στριφογύρισε τα μάτια του... το πρώτο βράδυ ενώ η Δήμητρα ήταν έτοιμη να ξαπλώσει προχώρησε μέσα στο υπνοδωμάτιο και αφού πήρε τις πιτζάμες και κάποιες αλλαξιές για το επόμενο πρωί, μαζί με κάποια ήδη υγιεινής τα οποία θα του χρειάζονταν.
«Για πού το έβαλες;» η φωνή της πριν ανοίξει την πόρτα ήχησε.
«Να κοιμηθώ σε άλλο δωμάτιο, μακριά σου!» της απάντησε με τόνο και ύφος.
«Είμαστε ζευγάρι... δεν είναι σωστό να με αφήνεις να κοιμάμαι μόνη!!!» σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι για να τον πλησιάσει.
«Είμαι σίγουρος πως τόσα βράδια στο Ηράκλειο δεν κοιμόσουν μόνη...» αυτό ήταν που την εξόργισε... και πήγε να τον χαστουκίσει.
«Μη τολμήσεις και το κάνεις αυτό! Τόσα χρόνια κάνω υπομονή και δε μιλάω... όμως ως εδώ, από εδώ και πέρα θα μάθεις να ακούς και να κάνεις ότι σου λένε!» την έπιασε από τον καρπό και όλο οργή άρχισε να της λέει.
«Με πονάς...» παραπονέθηκε.
«Ποσώς με ενδιαφέρει...» έφτυσε τις λέξεις «...και έννοια σου, θα σε στείλω στον αγύριστο μια μέρα.»
Από εκείνο το βράδυ το ''ζευγάρι'' μοιραζόταν ξεχωριστές κάμαρες ενώ ο Σήφης δενόταν περισσότερο με την Χριστίνα η οποία είχε αρχίσει να αναπτύσσει αισθήματα για τον άνδρα εκείνο. Ότι ζούσαν ήταν στα κρυφά και προσπαθούσαν να μη κινήσουν υποψίες, άλλωστε ο κόσμος λίγο ήθελε για να κάνει την τρίχα και τριχιά και ο Σήφης δεν ήταν διατεθειμένος να την εκθέσει. Η σχέση τους θα γινόταν ευρέως γνωστή μόλις ξαπόστελνε την Δήμητρα η οποία από την κακία της πνιγόταν καθημερινά με το ίδιο της το δηλητήριο... την έζωναν και τα μαύρα φίδια βέβαια, αφού ανησυχούσε πως ο Σήφης ήξερε για τα ξεπορτίσματα της. Μα αλήθεια τώρα ήταν χαζή ή το έπαιζε; Υπήρχε πιθανότητα να του τα φοράει και να μη το καταλαβαίνει; Άλλωστε εκείνη έκανε μπαμ μόνο και μόνο από τον τρόπο που συμπεριφερόταν στους άντρες και την διαχυτικότητα της...
Και ανάμεσα στους ταραχώδες ήρωες μας... υπήρχε και η Μαρία η οποία είχε βρεθεί την ηρεμία της, είχε σταματήσει να νοιάζεται για τα σχόλια, για τα θέλω των δικών της και ασχολιόταν με τον εαυτό της και τα άτομα που πραγματικά λάτρευε και την νοιάζονταν. Ήταν ένα ήρεμο πρωινό που κατέβηκε νωρίς στην παραλία, ήταν Νοέμβρης όμως ακόμη είχε κόσμο και λίγους τουρίστες όταν καθώς πλησίαζε προς την παραλία τον είδε να βγαίνει από τα γαλάζια νερά με το νερό να στάζει στο γεροδεμένο του σώμα. Είχε λευκή επιδερμίδα και κατάξανθα μαλλιά, τα μάτια του δεν μπορούσε να τα διακρίνει σε χρώμα... μα μόλις ανέβηκαν πάνω της ήταν σαν να της έκοψαν τα πόδια. Χρόνια είχε να νιώσει έτσι, ίσως και από τότε που ήταν στη ζωή ο Ιάσωνας... Ο άνδρας της χαμογέλασε και εκείνη ταραγμένη άνοιξε την πετσέτα της και προσπάθησε να καλμάρει τις κινήσεις της, ήταν απλά ένας όμορφος νεαρός... ένας νεαρός τουρίστας ο οποίος θα της έκλεβε την καρδιά δίχως να το καταλάβει.
(Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη...)
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Tarihi KurguΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...