Οι φωνές του ζευγαριού για άλλη μια φορά είχαν ξεσηκώσει τους ενοίκους του αρχοντικού στο πόδι. Κάθε φορά οι καυγάδες γίνονταν εντονότεροι και χειρότεροι σε σημείο ο Μανώλης για πρώτη φορά να βάζει στο νου του κακές σκέψεις με τον γιο του να μην αντέχει άλλο τι γυναίκα του και να βαίνει σε άσχημες πράξεις οι οποίες εν τέλει θα μπορούσαν να αποβούν και μοιραίες. Ευτυχώς που η μικρή Δέσποινα δεν βρισκόταν στο αρχοντικό, αλλά στο σπίτι της θείας της όπως σχεδόν συνέβαινε καθημερινά βολεύοντας έτσι και την Δήμητρα, αλλά και την Δέσποινα οι οποίες είχαν το κεφάλι τους ήσυχο.
Ο λόγος του καυγά δεν ήταν άλλος από αυτόν... Ο Σήφης εξοργισμένος της είχε ζητήσει να αναλάβει της ευθύνες της, να ασχοληθεί επιτέλους με το παιδί τους με την Δήμητρα να δείχνει παντελώς αδιάφορη πάνω στο θέμα αυτό, ισχυριζόμενη μάλιστα πως εκείνη ήταν δίπλα στο παιδί και απών ήταν ο ίδιος ο Σήφης τον οποίο και το σπίτι και το παιδί σπάνια έβλεπαν. Αυτό τον είχε εξωθήσει στα άκρα! Πρώτον, νοιαζόταν για εκείνο το παιδί περισσότερο απ'οτιδήποτε άλλο και δεύτερον, αν κάποιος ήταν αδιάφορος τότε ήταν μόνο η Δήμητρα. Πάνω στα νεύρα του για πρώτη φορά είχε χειροδικήσει, ο ήχος του χαστουκιού που γεύτηκε η Δήμητρα είχε γεμίσει το δωμάτιο με εκείνη ξαφνιασμένη να πιάνει το πονεμένο της μάγουλο ενώ ο Σήφης πάσχιζε να αναπνεύσει με το μυαλό του να είναι αρκετά θολωμένο. Δεν είχε μείνει περισσότερο, αποχώρησε προτού η κατάσταση να ξέφευγε παντελώς!
«ΣΕ ΜΙΣΩ... ΑΛΗΤΗ... ΗΛΙΘΙΕ... ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ.ΣΕ ΜΙΣΩ. ΣΕ ΜΙΣΩ. ΣΕ ΜΙΣΩ...» ούρλιαζε μες στα νεύρα η Δήμητρα σπάζοντας ότι βρισκόταν στο δρόμο της.
Ο Σήφης έφυγε οργισμένος από το αρχοντικό με μόνο του προορισμό ένα απόμερο μέρος των Χανίων... ήταν μια αρκετά απομακρυσμένη παραλία όπου ο δρόμος σου σε έβγαζε σε εκείνη αν την αναζητούσες! Κάθισε χάμω στην αμμουδιά και παρατήρησε την φουρτουνιασμένη θάλασσα με τα κύματα να σκάνε με λύσσα πάνω στους βράχους που ήταν κοντά στην ακτή. Ξεφύσησε. Η ζωή του ήταν ένα κουβάρι και εκείνος δεν έκανε το παραμικρό βήμα να το λύσει, το άφηνε να χειροτερεύει, δεν έπαιρνε τη ζωή στα χέρια του, αλλά την άφηνε στα χέρια των άλλων να την χειρίζονται όπως εκείνη επιθυμούσαν.
Το διαζύγιο!
Περνούσε από το νου του πολλές φορές, μα τον τρόμαζε. Ήταν κάτι το οποίο κανείς δεν είχε συμφιλιωθεί, οι περισσότεροι το θεωρούσαν κακό και πόσο μάλλον σε κοινωνίες οι οποίες ήταν μικρές και δεν είχαν τον συνωστισμό των μεγαλουπόλεων, αλλά και της πρωτεύουσας. Όμως, δεν πήγαινε άλλο! Έπρεπε ο γάμος του να λήξει προτού εκείνος έκανε κάτι το οποίο θα τον βάραινε μια ζωή, ύστερα, δεν άξιζε να χαραμίσει τα χρόνια του στη φυλακή για το χατίρι της Δήμητρας... όχι, για εκείνη δεν άξιζε τίποτα.
«Σήφη;» η έκπληκτη φωνή της Χριστίνας κελάηδησε στα αυτιά του.
«Χριστίνα; Τι κάνεις εδώ;» την ρώτησε έκπληκτος.
«Εγώ έρχομαι συχνά εδώ, η θάλασσα με ηρεμεί... εσύ;» του είπε εκείνη.
«Δεν ηρεμεί μόνο εσένα...» θέλησε να αστειευτεί ο Σήφης.
«Γιατί είσαι τόσο συννεφιασμένος;» κάθισε δίπλα του αγναντεύοντας και εκείνη την θάλασσα.
«Κάνω μια επισκόπηση στη μέχρι τώρα ζωή μου και απορώ γιατί είμαι τόσο δειλός...» κάγχασε ο Σήφης.
«Δεν είσαι δειλός...» γέλασε η Χριστίνα.
«Νομίζεις...» είπε ο Σήφης με λύπη «...όταν αφήνεις τη ζωή σου στα χέρια των άλλων είσαι δειλός και ανίκανος! Μέχρι τώρα το μόνο σωστό και καλό στη ζωή μου είναι η Δέσποινα και τίποτα άλλο!»
«Και; Θες κάτι άλλο; Το παιδί από την ώρα που γεννιέται είναι η αρχή και το τέλος ενός γονέα. Τι άλλο θες πάνω από το παιδί σου; Τίποτα! Γι'αυτό μη σκας για τίποτα. Και στην τελική, το χθες είναι χθες, το σήμερα είναι σήμερα και το αύριο... είναι αύριο! Όσα δεν έκανες μέχρι τώρα προλαβαίνεις να τα κά...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της, τα χείλη του Σήφη αστραπιαία κάλυψαν τα δικά της αφήνοντας της μαρμαρωμένη...
***
«Θεία μου, όλα θα πάνε καλά!» είπε η Αγγελική με δάκρυα στα μάτια στην αδύναμη Αλεξάνδρα, η οποία είχε νοσηλευτεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο.
«Πρέ... πρέπει να σου... να σου μιλ... μιλήσω.» προσπαθούσε να της πει με την Αγγελική να της ζητάει να μη κουράζεται «Όχι... όχι πρ... πρέπει να σο... σου πω... κάτι σημα... σημαντικό.» επέμενε εκείνη με τις τύψεις να την καίνε.
«Θεία, θα έχουμε χρόνο να μου πεις ότι θες...» της κρατούσε το χέρι και προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο.
«Δε... δεν έχω χρόνο! Ή τώ... τώρα ή πο...ποτέ.» ψέλλισε η Αλεξάνδρα «Φώνα... φώναξε και το... τον Παύλο!»
«Θεία...»
«Αρκ... αρκετά σιω... σιώπησα!» σχολίασε η Αλεξάνδρα!
(Ίσως ανεβάσω και άλλο...
Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη.)
YOU ARE READING
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Historical FictionΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...