Αρχές Ιουλίου και η ζέστη είχε κάνει για τα καλά την εμφάνιση της. Ακόμη, οι εύποροι κάτοικοι των Χανίων πήγαιναν και λιάζονταν τα πρωινά τους, αλλά και τα μεσημέρια τους στα καταγάλανα νερά του τόπου με κάποια κρυφά ζευγαράκια να διαλέγουν απόκρυφα σημεία του μέρους ώστε να μη τους πάρει κανένα μάτι. Ένα τέτοιο πρωινό ήταν και εκείνο που η Δήμητρα, ντυμένη και στολισμένη σα να πήγαινε σε κάποια εκδήλωση ζήτησε από τον Σήφη να πάνε στη θάλασσα με το νεαρό να δυσανασχετεί και να το δείχνει... μα το να αρνηθεί ήταν αδύνατο μιας και την ίδια πρόταση νωρίτερα του είχε κάνει και ο Ιάσονας, ο οποίος μαζί με τη Μαρία θα ξεκινούσαν σε λίγη ώρα. Ξεφυσώντας ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο του, στον διάδρομο συνάντησε την Αγγελική την οποία από ντροπή απέφυγε να την κοιτάξει στα μάτια, μιας και θυμούμενος το μεθύσι του την ημέρα των αρραβώνων... θυμόταν και τα λόγια του την ώρα που τον μετέφεραν εκείνη και ο Παύλος στο σπιτάκι στη πίσω μεριά της αυλής.
«Αγγελική...» είπε κάπως ένοχα και διστακτικά.
«Μάλιστα κύριε Σήφη...» περίμενε να της πει τι ήθελε.
«Σήφη... τα έχουμε πει αυτά.» της ξανά υπενθύμισε. Μα ήταν δύσκολο, πολύ δύσκολο να πρέπει να μιλάει στον ενικό στα παιδιά του άρχοντα όταν ήταν μόνοι ενώ παράλληλα να συγκρατεί τη γλώσσα της στον πληθυντικό όταν και άλλοι ήταν παραβρισκόμενοι «Μπορείς να μου φωνάξεις τον Παύλο;» την ρώτησε και εκείνη έγνεψε καταφατικά, κινώντας προς το υπνοδωμάτιο του Παύλου «Πρέπει να είναι στην αυλή, τουλάχιστον εκεί τον είδα να πηγαίνει πριν...» την ενημέρωσε ο Σήφης και αμέσως άλλαξε κατεύθυνση κινώντας προς τις σκάλες.
Τη στιγμή που η Αγγελική κατέβαινε τρεχάτη η Δήμητρα ανέβαινε με τον αέρα της κυρίας του σπιτιού τις σκάλες, με προορισμό το δωμάτιο του Σήφη... που αλλού άλλωστε; Κάνοντας τον νεαρό να κοιτάζει στο ταβάνι, βωμολοχώντας σιγανά τη τύχη του. Ο Παύλος από την άλλη βρισκόταν στη πίσω πλευρά του κήπου καθισμένος σε μια από τις σιδερένιες καρέκλες προσηλωμένος στο βιβλίο όπου κρατούσε στα χέρια του. Η κοπέλα τον πλησίασε και ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή του, το βλέμμα του αποκόλλησε από τα κιτρινωπά φύλλα του βιβλίου ανεβαίνοντας στο γλυκό πρόσωπο της μένοντας στα μάτια της... ενώ της χαμογέλασε.
«Ο κύριος Σήφης... δηλαδή ο Σήφης σας... σε περιμένει πάνω στο υπνοδωμάτιο του.» είπε μπερδεύοντας τα λόγια της, κάνοντας το νεαρό να γελάσει με την αμηχανία της; Μπορεί...
VOUS LISEZ
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Fiction HistoriqueΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...