Μετά την επιθυμία της θείας ο Παύλος να παρευρίσκεται μπροστά σε όσα ήθελε να πει στην Αγγελική, ο ήρωας μας δέχθηκε να κάνει το χατίρι της γυναίκας ακούγοντας με μεγάλο ενδιαφέρον τα όσα ήθελε να τους πει. Στην αρχή θεώρησε πως απλά θα ήταν ευχές για εκείνον και την Αγγελική, αφού το νήμα της θα κοβόταν από την ανίατη ασθένεια που την βασάνιζε... που να φανταζόταν ο καψερός πως τα όσα θα άκουγε θα του άλλαζαν τη ζωή για πάντα! Που να ήξερε πως θα ορκιζόταν να πάρει εκδίκηση από όσους είχαν βαλθεί να του καταστρέψουν τη ζωή και το είχαν καταφέρει, άσχετα το αν η μοίρα μετά από χρόνια του είχε προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία για να επανορθώσει!
«...το παι... το παιδί...» έλεγε με δυσκολία η Αλεξάνδρα με την Αγγελική και τον Παύλο να απορούν εμφανέστατα με τα ακαταλαβίστικα λόγια της.
«Θεία, τι θες να πεις; Παιδί; Ποιανού το παιδί;» αναρωτιόταν η Αγγελική η οποία λεπτό δεν έφευγε από το πλευρό της, στεκόταν στο πλάι και της κρατούσε την παλάμη δίνοντας της δύναμη στις δύσκολες εκείνες στιγμές.
«Το... το αγοράκι...» ψιθύρισε η Αλεξάνδρα.
«Θεία, δεν καταλαβαίνουμε... και εσύ μην κουράζεσαι.» η Αγγελική ήθελε να μη κουράζεται, δεν ήταν της παρούσης όλη εκείνη η εξομολόγηση... έλα όμως που η Αλεξάνδρα είχε σκοπό να τα πει όλα προτού βυθιστεί στον αιώνιο ύπνο. Ήθελε να φύγει το βάρος από πάνω της, ήθελε να ελαφρύνει τη ψυχή της από το βαρύ μυστικό που της είχε φορέσει στην πλάτη ο γαμπρός της και οι πράξεις του. Όχι ότι δεν είχε προνοήσει και γράψει γράμμα, αλλά άλλο είναι όταν λες κάτι... και άλλο όταν το ομολογείς δια του πλαγίου λόγου.
«...το δικό σου... το αγοράκι σου Αγγελική μου!» εκεί ήταν που η ηρωίδα μας για λίγα λεπτά σάστισε.
«Τι... θες να πεις;» αναρωτήθηκε με το αίμα στις φλέβες της να ρέει γρήγορα και τους παλμούς της να ανεβαίνουν ραγδαία. Ο Παύλος ο οποίος καθόταν πίσω με σταυρωμένα χέρια στην τελευταία πρόταση όλο περιέργεια και αγωνία ανασηκώθηκε και πλησίασε προς το κρεβάτι όπου η Αλεξάνδρα ήταν ξαπλωμένη. Την κοίταζε και περίμενε την συνέχεια της πρότασης της και κάπου εκεί συνειδητοποίησε πως το προαίσθημα του είχε δίκιο... όλα από εκεί και ύστερα θα άλλαζαν.
«Το μωρό κορίτ... κορίτσι μου, που... που γέννησες δεν... δεν πέθανε!» τόλμησε να ομολογήσει η Αλεξάνδρα με τη φωνή της να σιγοσβήνει.
YOU ARE READING
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Historical FictionΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...