Λίγες μέρες μετά η Αγγελική ακόμη προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει πως το μωράκι της δεν τα είχε καταφέρει. Οι γιατροί της είχαν πει πως είχε αδύναμη καρδιά, έζησε μόνο για λίγα λεπτά και ξεψύχησε ενώ ίσα που είχαν προλάβει να του κάνουν οι μαίες αεροβάπτιση. Ήταν αγοράκι. Ήταν ο γιος της και δεν τα είχε καταφέρει. Οι γονείς της είχαν ανέβει στην Αθήνα και εκείνοι, η Πηνελόπη, βλέποντας την κόρη της ένα ράκος είχε αρχίσει να λυγίζει ρίχνοντας τα τοίχοι που είχε υψώσει σε αντίθεση με τον Παναγή ο οποίος είχε το ίδιο ψυχρό και αυστηρό βλέμμα με τότε που μόλις είχε μάθει πως η κόρη του είχε κρυφό δεσμό με τον Παύλο Αποστολάκη. Η ανακούφιση του ως προς το νεογνό ήταν μεγάλη, αλλά και πάλι, η κόρη του ήταν ατιμασμένη και σίγουρα δε θα μπορούσε να την παντρέψει σύντομα... όμως και πάλι, το μπάσταρδο δεν ήταν στη μέση.
Η Αγγελική όσον αφορά την επιστροφή της στο νησί σήκωσε αντίσταση και τα κατάφερε, παρέμεινε στην Αθήνα μαζί με τη θεία της η οποία σε όλα τα μετέπειτα χρόνια της στάθηκε βράχος στο πλευρό της σε ότι κι αν χρειαζόταν. Η απώλεια όμως του Παύλου ήταν αισθητή, μπορεί να μην είχαν περάσει πολύ καιρό μαζί μα και πάλι, τον είχε αγαπήσει και συνέχιζε να τον αγαπάει ακόμη και αν τα χρόνια περνούσαν. Με την πάροδο του χρόνου εγκλιματίστηκε στην Αθήνα, ενώ ξέκοψε κάθε πιθανή σχέση με την Κρήτη και ιδιαίτερα τους γονείς της. Μόνο με τις αδερφές της αλληλογραφούσε καθώς νοιαζόταν και ήθελε να μαθαίνει νέα τους, είχε την ανάγκη να ξέρει πως εκείνες καλά... στα γράμματα αυτά, είχε μάθει πως η αδερφή της Ελπίδα, η δεύτερη κατά σειρά από τις τέσσερις που ήταν είχε παντρευτεί τον Κωστή, ένα γειτονόπουλο και είχαν αποκτήσει και ένα υγιέστατο κοριτσάκι το οποίο ονόμασαν Γεωργία προς τιμή της μητέρας του γαμπρού της. Η μεγάλη της αδερφή ύστερα, η Ελένη, είχε παντρευτεί με προξενιό έναν νεαρό από τον Άγιο Νικόλαο, παιδιά δεν είχαν κάνει όμως και αυτό την στεναχωρούσε ιδιαίτερα καθώς ήδη είχαν περάσει πέντε χρόνια έγγαμου βίου και κανένα σημάδι... η τρίτη από τις αδερφές, μιας και η Αγγελική ήταν η μικρότερη, ακόμη ήταν ανύπαντρη και κατοικούσε με τους γονείς τους, ενώ συνεχώς της έλεγε πως η μητέρα ήταν σε χάλια κατάσταση και τη ζητούσε με την Αγγελική να μη λυγίζει...
Δέκα χρόνια πέρασαν από την αρχή την ιστορία μας και ήδη οι ήρωες μας είχαν φτάσει λίγο πριν τις αρχές του 1961. Όλοι είχαν αλλάξει εμφανισιακά, είχαν μεγαλώσει με τους μεγαλύτερους να έχουν εμφανές ρυτίδες και τους νεότερους να κοντεύουν άλλοι τα τριάντα και ορισμένοι ίσα που τα είχαν πατήσει. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο Μανώλης και η Δέσποινα καθόντουσαν στον κήπο και καμάρωναν την εγγόνα τους, την Δεσποινούλα να παίζει ανέμελη... το μονάκριβο τους εγγόνι για την ακρίβεια, καθώς ο Σήφης και η Δήμητρα δεν είχαν κάνει άλλο. Η αλήθεια είναι και πως η μικρή Δέσποινα δεν ήταν στα σχέδια του Σήφη, αλλά τη πρώτη νύχτα του γάμου παρά ήταν ζαλισμένος από το ποτό για να συγκρατήσει τον εαυτό του. Ύστερα, κάθε φορά που πλάγιαζε δίπλα στην Δήμητρα η ένωση τους ήταν καθαρά σαρκική... έδινε στο σώμα του αυτό που είχε ανάγκη, αυτό ήταν. Και τι δε θα έδινε να έληγε τον γάμο του δια μαγείας... να ήταν επιτέλους ελεύθερους. Μα μέσα σε όλα τα κακά, είχε την κόρη του. Κάτι ήταν και αυτό. Η αλήθεια είναι πως η μικρή, παρόλο που μεγάλωνε με την Δήμητρα και την Δέσποινα και με παππού τον Μανώλη ήταν το εντελώς αντίθετο από εκείνους. Είχε αγαθή καρδιά σαν τον πατέρα της, ήταν σπλαχνική και δεν έκανε διακρίσεις. Θαύμαζε τον Σήφη και μια μέρα θα ήθελε να γίνει σπουδαία γιατρός σαν τον μπαμπά της.
Ο Σήφης, τα τελευταία εφτά χρόνια εργαζόταν στο γενικό νοσοκομείο των Χανίων. Εργαζόταν σκληρά και πολλές ώρες πολλές φορές για να αποφεύγει την γκρίνια της Δήμητρας και τα παράπονα της μητέρας του με το μόνο κακό σε όλο αυτό να είναι πως έχανε πολύτιμο χρόνο από την κόρη του... μα προσπαθούσε να τον αναπληρώσει με μονοήμερες εκδρομές οι δυο τους δίχως με την Δήμητρα να τους βαραίνει.
Η Μαρία, μετά τον θάνατο του Ιάσωνα δεν δέχθηκε κανένα προξενιό του πατέρα της. Τα αρνήθηκε όλα και για πρώτη φορά επαναστάτησε παίρνοντας τη ζωή στα χέρια της. Ο συγχωρεμένος είχε προνοήσει, της είχε γράψει στο όνομα της το σπιτικό όπου θα διέμεναν μετά τον γάμο... κάνοντας της μετά θάνατον ένα μεγάλο δώρο για μια νέα αρχή, ναι μεν δύσκολη... μα με την ανάμνηση του όλα θα προχωρούσαν και θα έβαιναν καλώς!
Ο κάποτε νεαρός Παύλος...
Ήταν πλέον άνδρας! Είχε ολοκληρώσει τις σπουδές τους πάνω στη νομική, αλλά ακόμη διέμενε στην Αμερική εξασκώντας το επάγγελμα του στα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία της ηπείρου. Όσο όμως μεγάλο και τρανό μέλλον και αν εξαπλωνόταν μπροστά του, στο μυαλό του χαραγμένη ήταν η μορφή της μοναδικής κοπέλας... πλέον τότε γυναίκας που είχε αγαπήσει. Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια είχε γνωρίσει γυναίκες, αλλά καμία δεν ήταν σαν εκείνη... ήταν πολύ λίγες μπροστά της. Νέα της δεν είχε, το μόνο που ήξερε ήταν πως είχε φύγει μόνιμα από την Κρήτη για να ανέβει στην Αθήνα. Τίποτε άλλο... Είχε όμως ένα όνειρο, μια στάλα ελπίδας να την αναζητούσε και να την έβρισκε, ζητώντας της συγνώμη.
Και η Αγγελική ήταν πλέον μια γυναίκα!
Εργαζόταν ως ιδιαιτέρα στο γραφείο του γνωστού ποινικολόγου της εποχής Δημήτρη Δρόσου... είχε μάθει και γραφομηχανή, ενώ συνήθως ο μεγαλοδικηγόρος την αποκαλούσε ''δεξί του χέρι''. Ήταν ξεφτέρι και καλό παιδί, άλλωστε... ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Ζούσε ακόμη με τη θεία της η οποία πάλευε με μια ανίατη αρρώστια η οποία την ταλαιπωρούσε και όπως όλα έδειχναν δεν είχε και πολύ χρόνο μπροστά της. Αυτό πλήγωνε την Αγγελική, της είχε σταθεί όλα αυτά τα χρονιά περισσότερο και από την ίδια της τη μητέρα... και η Αγγελική προσπαθούσε με κάθε τρόπο να της το ξεπληρώσει.
(Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη.)
YOU ARE READING
Όσα χρόνια κι αν περάσουν #Wattys2016
Historical FictionΧανιά... 1950! Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε θυμάμαι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε περιμένω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σε αγαπώ. Στο αρχοντικό των Αποστολάκηδων ο λόγος του Μανώλη ήταν διαταγή για όλους τους υπόλοιπους. Δύο παιδιά και μια...