Τριάντα τέσσερα | Έφυγε

4.8K 519 11
                                    





Το ξημέρωμα δεν αργεί να φτάσει και νιώθω ζεστή. Ανοίγω τα μάτια μου. Ο Τζούντα είναι ακόμα κουλουριασμένος δίπλα, όντας ανίκανος να με αφήσει.

Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει πραγματικά.

Συνήθως είναι ήδη ξύπνιος, μιλώντας στο τηλέφωνο, καπνίζοντας ή κάνοντας κάτι τέλος πάντων. Γιατί είναι ακόμα στο κρεβάτι; Όχι, δεν είναι από το τζετ λακ, επειδή τίποτα δεν τον πιάνει αυτόν τον τύπο.

Μεταφέρω τα μπράτσα του, προσπαθώντας να ανακαθίσω όρθια στο χνουδωτό κρεβάτι. Κάθομαι να τον χαζεύω...το πρόσωπό του πάνω στο μαξιλάρι ενώ κοιμάται. Κάτι θα πηγαίνει στραβά, αν κοιμάται στ'αλήθεια αυτό το πρωί.

Βιάζομαι να τον ξυπνήσω.

«Τζούντα;» του λέω ταρακουνώντας τον ώμο του.

Μετά από μερικά τραβήγματα και σπρωξίματα, τελικά αλλάζει πλευρό . Μορφάζει, ανοίγοντας τα μάτια του απρόθυμα. Η ματιά του πέφτει ακριβώς στη δική μου, μέσα από τα μισανοιγμένα βλέφαρά του.

Χαμηλώνω το κεφάλι μου προς το μέρος του.

«Είσαι καλά;» ρωτώ.

«Εκείνος αναστενάζει, «Ναι.»

«Όχι, εννοώ...όλα είναι εντάξει;»

«Ναι, δεν είναι;» λέει με σιγουριά.

Συνοφρυώνομαι, «Δ-Δεν ξέρω, σε ρωτάω.»

Σφίγγει τα χέρια του γύρω από την μέση μου λίγο περισσότερο.

«Τι;» ρωτάει , πριν δαγκώσει την κλείδα μου.

Τραβιέμαι και τον κοιτώ κατάματα. Διαβάζω το πρόσωπό του.

«Γιατί είσαι ακόμα στο κρεβάτι;» απαιτώ να μάθω.

«Εσύ είσαι ακόμα στο κρεβάτι,» λέει εκείνος, χαμογελώντας πλατιά, χαράζοντας σχέδια στην πλάτη μου.

Σουφρώνω τα χείλη μου, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα καταλήξω πουθενά με την πάρτη του.

Ξαφνικά, ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα, που σταματά την μεταξύ μας οπτική επαφή. Νιώθω το σώμα του Τζούντα να σφίγγεται λίγο και να αναστενάζει ξανά. Τον παρακολουθώ που σηκώνεται, σφίγγοντας το σαγόνι του κατά την διάρκεια. Χτενίζει τα μαλλιά του προς τα πίσω.

«Ποιος είναι;» ρωτώ σιγανά.

Ο Τζούντα κατευθύνεται προς τα έξω, αλλά μου λέει, «Μείνε πάνω.»

Φοβάμαι από αυτή του την προειδοποίηση. Πηγαίνω και στέκομαι στην άκρη της πόρτας μόνο για να ρίξω μια ματιά.

Ο Τζούντα ανοίγει την πόρτα. Μόνο ένας ιδιαίτερος άντρας μπαίνει μέσα. Είναι το αγόρι με το σκουλαρίκι στην μύτη , από τότε που είχαμε πάει για φαγητό. Από τότε, τον είχα ταξινομήσει ως ένα φίλο και όχι ως εχθρό. Αλλά, τι κάνει αυτός εδώ; Φοράει φανταχτερό παλτό, και αστραφτερά παπούτσια , παρά τις λιωμένες νιφάδες χιονιού που έχουν κολλήσει πάνω του.


Μιλούν γρήγορα και σιγανά ο ένας στον άλλον. Για τι, δεν έχω ιδέα. Αλλά το αγόρι με το σκουλαρίκι φαίνεται να είναι στην τσίτα για κάτι. Το μυστήριο με σκοτώνει. Παρόλα αυτά ένα μέρος του εαυτού μου φοβάται υπερβολικά πολύ να μάθει και προτιμά να μείνει μακριά από την ανησυχία.

«Ο Άντονι και οι άντρες του κατάφεραν να ξεφύγουν.»

Ο Τζούντα διπλώνει τα χέρια του, «Επικρατεί πανικός, υποθέτω. Φαίνεται πως αυτός ο άντρας θέλει να πεθάνει. Πρέπει να τον βρούμε.»

«Και τα λεφτά,» το αγόρι με το σκουλαρίκι προσθέτει.

«Θα έρθω αλλά...» αρχίζει ο Τζούντα αλλά σιγά σιγά σταματάει.


Το αγόρι με το σκουλαρίκι σηκώνει το βλέμμα του και με εντοπίζει την κορυφή την σκάλας. Γρήγορα κρύβομαι πίσω από την πόρτα, παρόλο που είναι ήδη αργά. Αλλά μετά, ακούω την φωνή του.

«Λοιπόν, πότε θα μου έλεγες την αλήθεια γι'αυτήν;» το αγόρι με το σκουλαρίκι ρωτάει τον Τζούντα.

Γιατί βρέθηκα στην συζήτηση; Αχ, κοπανάω το κεφάλι μου, σηκώνοντας το κεφάλι μου.

«Είναι έξω από όλο αυτό,» ακούγεται η φωνή του Τζούντα που απαντά κοφτά.

«Αυτοί δεν το πιστεύουν,» λέει το αγόρι με το σκουλαρίκι στην μύτη.

Αυτοί; Ποιοι ''αυτοί'';
Σκέφτομαι από μέσα μου.

«Γιατί μιλάς γι'αυτή;» ρωτάει ο Τζούντα.

«Είναι πάνω, δεν είναι;»

Μπορώ να ακούσω τον αναστεναγμό του Τζούντα αποδώ πάνω. Τρώω τα νύχια μου με νευρικότητα, σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι μου.


«Η Ρόουζ,» λέει το όνομά μου, «Δεν είναι κανενός άλλου δουλειά, παρά μόνο δική μου.»


«Φυσικά. Παρόλα αυτά, θα ήθελα πολύ να σε ακούσω να το λες αυτό στον Μαφιόζο,» λέει το αγόρι με το σκουλαρίκι, χαμογελώντας πλατιά.

Επικρατεί ησυχία. Ρίχνω άλλη μια ματιά έξω από την πόρτα. Το στομάχι μου γίνεται κόμπος.

Ο Τζούντα μετά λέει, «Υποθέτω πως δεν έχω άλλη επιλογή.»

Οι δυο τους ανταλλάσσουν μερικές ακόμα κουβέντες και γνεψίματα. Μετά, ο Τζούντα έρχεται πάνω.

«Τι συμβαίνει;» ρωτώ.

«Τίποτα,» απαντά εκείνος.

«Κακό;» τον ρωτώ, αφού δεν τον πιστεύω.

«Τίποτα, που να μην μπορώ να χειριστώ.» απαντά, «Αλλά θα πρέπει να φύγω για λίγο.»

«Γ-Γιατί; Πόσο καιρό;»

«Απλά να είσαι καλό κορίτσι, ενώ λείπω,» λέει σηκώνοντας το ένα του φρύδι.

Θέλω να τον ικετέψω για απαντήσεις, αλλά το μυαλό μου σταματά. Εκείνος, φιλάει το μέτωπό μου, πριν απομακρυνθεί από κοντά μου. Αρπάζει το δερμάτινό του τζάκετ καθώς βλέπω τις φιγούρες τους να απομακρύνονται.

Το ''λίγο'' του θα μπορούσε να είναι βδομάδες...



Μικρό κεφάλαιο με απρόσμενες εξελίξεις. Χμμ, ενδιαφέρον...
Σας κρατάμε σε αγωνία ,το ξέρουμε! Το επόμενο σύντομα.Φιλάκια πολλά!

Bad Boy Judah (greek translation)Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang