Κεφάλαιο 21

1.8K 128 5
                                    


Το ζευγάρι με κοιτάει σε κατάσταση σοκ, τόσο έντονα που αρχίζω να ανησυχώ για το αν είναι καλά στην υγεία τους. Κοιτώντας τους καλύτερα συνειδητοποιώ πως μου θυμίζουν κάποια πρόσωπα που είχα ξαναδεί στο παρελθόν αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ακριβώς. Ο Χριστόφορος τους πλησιάζει ενώ εγώ μένω στη θέση που ήμουν και τους ψιθυρίζει κάτι ενώ τους τρίβει την πλάτη. Η γυναίκα που φαίνεται να δακρύζει, όμως είναι πιο ήρεμη από τον σύντροφό της, κουνάει το κεφάλι της καταφατικά και μετά από λίγο το ίδιο κάνει και ο κύριος. Τότε ο Χριστόφορος μου απευθύνεται.

«Αφροδίτη σε παρακαλώ κάτσε μαζί μας.»

«Δεν...Δεν ξέρω αν θα έπρεπε.» Του απαντάω διστακτικά και γυρνώ το βλέμμα μου προς την πόρτα.

«Ίσως θα έπρεπε να φύγω. Οι γονείς σου φαίνονται αναστατωμένοι με την παρουσία μου και δεν θα ήθελα να τους αναστατώσω περαιτέρω.» Του εξηγώ ευγενικά και κρεμώ το σακίδιο στους ώμους μου.

«Αφροδίτη, δεν είναι οι δικοί μου γονείς. Οι δικοί σου είναι.» Μου απαντά ξαφνικά και εγώ σωριάζομαι στη καρέκλα από πίσω μου. Έχω χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ο Χριστόφορος μου λέει ψέματα για να με κρατήσει κοντά του. Αυτό είναι η μόνη λογική εξήγηση για αυτό που μου συμβαίνει αυτή τη στιγμή.

«Χριστόφορε, μην μου λες τέτοια ψέματα.» Μόλις το ακούει αυτό, ο τόνος της φωνής του αλλάζει και μαζί και το πρόσωπο και η στάση του σώματος του. Θυμώνει απευθείας και με πλησιάζει.

«Νομίζεις πως θα σου έλεγα ψέματα για κάτι τέτοιο;» Με ρωτάει και εγώ κουνάω το κεφάλι.

«Δεν γίνεται να μου λες αλήθεια.»

«Γιατί;»

«Δεν είναι οι γονείς μου αυτοί οι άνθρωποι Χριστόφορε!!» Πάντα πίστευα πως όταν συναντούσα τους γονείς μου θα μπορούσα να το καταλάβω μόνο από ένα βλέμμα. Ότι είχαμε ένα δεσμό που μας ένωνε και που θα μας ενώνει για πάντα ακόμα και αν είχα να τους δω χρόνια ολόκληρα. Του φωνάζω με όση δύναμη έχω και ακουμπάω το μέτωπο μου. Μία απαίσια ημικρανία αρχίζει να με βασανίζει και κάνει τα πράγματα χειρότερα από ότι ήταν. Δεν σκεφτόμουν συχνά τους γονείς μου. Για κάποιο διάστημα πίστευα τους θείους μου για γονείς μου. Η γυναίκα με πλησιάζει, θέλοντας να μου πιάσει το μπράτσο αλλά εγώ τραβιέμαι και τρίβω το μέρος όπου τα δάχτυλα της είχαν προφτάσει να ακουμπήσουν. Είμαι μπερδεμένη και πονάω, δεν θέλω να είμαι εδώ πλέον. Κοιτάω τον Χριστόφορο ο οποίος στέκεται από πάνω μου, κοιτώντας με απογοητευμένος.

Μόνο ΕσέναDonde viven las historias. Descúbrelo ahora