{25.}

322 55 80
                                    

Άνοιξα διστακτικά τα μάτια μου, μουγκρίζοντας από το έντονο φως του ηλίου που έπεφτε πάνω μου, ο οποίος με έβγαλε από το γαλήνιο ύπνο μου. Εκνευρισμένη, γύρισα πλευρό και παρατηρώντας ευχαριστημένη τον κοιμισμένο Ματ, έκλεισα ξανά τα μάτια μου, μόνο για να τα ανοίξω έντρομη το αμέσως επόμενο λεπτό.

Το μυαλό μου άρχισε να επεξεργάζεται σε ταχύ ρυθμό τα γεγονότα που είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Πρέπει να είχα αποκοιμηθεί μέσα στην αγκαλιά του, με εκείνον να με ακολουθεί λίγο αργότερα. Δεν μπορούσα να δώσω μια διαφορετική εξήγηση, καθώς μετά τα φιλιά που είχαμε ανταλλάξει, δεν θυμόμουν τίποτε άλλο.

Άπλωσα δειλά το χέρι μου προς το μέρος του για να τον ξυπνήσω. Δεν έπρεπε να τον βρει κανείς στο δωμάτιο μου. Όμως αντικρίζοντας τα ήρεμα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αποφάσισα να το καθυστερήσω. Έτσι, ακουμπώντας το χέρι δίπλα στο μαξιλάρι μου, έμεινα να τον παρατηρώ.

Τον ρυθμικό ήχο της ανάσας του, που είχε ως αποτέλεσμα το σταδιακό ανασήκωμα του στέρνου του. Τα πόδια του, που καλύπτονταν από ένα μαύρο ύφασμα και ήταν ελαφρώς ανοιχτά. Τα χέρια του, ένα εκ των οποίων ήταν τοποθετημένο πάνω στο επίπεδο στομάχι του ενώ το άλλο ήταν απλωμένο δίπλα μου. Σχεδόν με άγγιζε. Και έπειτα το πρόσωπο του. Τα μαύρα σαν τον έβενο μαλλιά του, με ελάχιστες τούφες τους να πέφτουν πάνω στο μέτωπο του. Το μισάνοιχτο στόμα του. Τα κλειστά μάτια του, τα οποία έκρυβαν ένα γαλανό ουρανό μέσα τους. Τα πάντα ήταν τέλεια πάνω του. Ακόμα και αυτή η μελάνια που είχε δημιουργηθεί στο μάγουλο του λόγω της χτεσινής μάχης, του χάριζε πιο ακαταμάχητα χαρακτηριστικά.

Ήθελα να ουρλιάξω από την ευτυχία μου. Και θα το έκανα, βάζοντας σε κίνδυνο τόσο τις φωνητικές χορδές μου όσο και την ακοή του, όμως με εμπόδισε το δυνατό άνοιγμα της πόρτας.

Τρομοκρατημένη και κάνοντας άγαρμπες κινήσεις, τον σκέπασα ολόκληρο, πέφτοντας στη συνέχεια πάνω του, με αποτέλεσμα ένα μουγκρητό πόνου να ξεφύγει από το στόμα του. Συγγνώμη, Ματ.

Οι γυναίκες που μόλις είχαν μπει στο χώρο -και ευτυχώς δεν τον είχαν δει- με κοίταξαν ανήσυχες.《Είστε καλά, δεσποινίς;》αναρωτήθηκε η μία απ'αυτές, υποθέτοντας πως το βογγητό πόνου ήταν δικό μου.

Αγχωμένη, ανακάθισα καλύτερα πάνω στο σώμα του, ελπίζοντας πως είχε ξυπνήσει και έπρεπε να παραμείνει αμέτοχος σε όλο αυτό.《Είμαι μια χαρά!》αναφώνησα περισσότερο απότομα απ'όσο ήθελα. Με παρατήρησαν καχύποπτα, μη πιστεύοντας τα λόγια μου.《Απλώς νιώθω λιγάκι αδιάθετη》,βιάστηκα να συμπληρώσω.

Οι Δυο Φυλές Where stories live. Discover now