{35.}

186 20 0
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου, νιώθοντας το πρωινό φως του ήλιου να πέφτει πάνω τους, βγάζοντας με από τον ύπνο μου. Γύρισα προς την αντίθετη μεριά, περιμένοντας να βρω τον Κρίστοφερ, όμως δεν βρισκόταν εκεί και από ότι φαινόταν δεν είχε έρθει καθόλου όλο το βράδυ. Η μεριά του ήταν άθικτη. Τολμώ να πω ότι αυτό ήταν περίεργο.

Μπερδεμένη, σηκώθηκα από το κρεβάτι και βάζοντας ένα μαύρο φόρεμα, πλησίασα στον καθρέφτη. Έστρωσα κάπως τα μαλλιά μου, καθώς δεν ήθελα να περιμένω κάποια από το υπηρετικό προσωπικό, και αμέσως μετά, βγήκα από το δωμάτιο κατευθυνόμενη στην τραπεζαρία.

Ήλπιζα να συναντήσω κάπου την Κλαιρ, ώστε να καταφέρουμε να μιλήσουμε, αλλά τελικά δεν την βρήκα πουθενά. Υπέθεσα πως δεν θα ερχόταν σήμερα για το πρωινό και ήταν κάτι που το σεβόμουν. Άλλωστε το μόνο που ήθελα τη δεδομένη στιγμή ήταν να την βοηθήσω.

Έχοντας βγει πλέον έξω στην αυλή, πρόσεξα ελάχιστες φιγούρες στο χώρο της τραπεζαρίας. Μάλλον ήταν αρκετά νωρίς για πρωινό, αλλά δεν πτοήθηκα. Άρχισα να κινούμαι προς τα εκεί όταν μια φωνή με σταμάτησε.

«Αμέλια», τον άκουσα να φωνάζει και διστακτικά γύρισα προς το μέρος του.

Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω. «Ματ», είπα, νιώθοντας λίγο άβολα.

«Πώς είσαι;» ρώτησε, χαμογελώντας.

Τον κοίταξα περίεργα. Τις προηγούμενες μέρες με το ζόρι μου μιλούσε και σήμερα αποφάσισε να μου ανοίξει κουβέντα. Τι συνέβαινε;

«Καλά υποθέτω», απάντησα απλά, στρέφοντας την προσοχή μου προς το χώρο της τραπεζαρίας, ψάχνοντας ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. «Έχεις δει τον Κρίστοφερ;» ρώτησα, σκεφτόμενη πως ίσως δεν ήταν το κατάλληλο άτομο για να το πω αυτό.

Η ματιά του σκοτείνιασε όμως το χαμόγελο συνέχιζε να κυριαρχεί στο πρόσωπο του. «Όχι από χθες το βράδυ».

Χθες το βράδυ; Άρα ήταν μαζί. Ανακούφιση με διαπέρασε χωρίς να γνωρίζω τον λόγο. Και τότε το βλέμμα μου στάθηκε πίσω του, παρατηρώντας το θέαμα που εξελισσόταν μπροστά μου.

Ήταν ο Κρίστοφερ. Με την Μπέκα. Και γελούσαν.

Ένα κύμα ζήλειας με διαπέρασε, κάνοντας με να σφίξω τα χέρια μου. Ο Ματ, παρατηρώντας την αντίδραση μου, στράφηκε και εκείνος προς αυτούς. Μόλις τους είδε, με κοίταξε με ένα συμπονετικό βλέμμα.

Άρχισαν να πλησιάζουν προς το μέρος μας, με την Μπέκα να γελάει ολοένα και περισσότερο. Επίτηδες το έκανε;

Οι Δυο Φυλές Where stories live. Discover now