{36.}

182 23 2
                                    

Όλο το απόγευμα το είχα περάσει μόνη μου. Προσπάθησα να βρω την Κλαιρ όμως δεν την εντόπισα πουθενά. Έτσι αποφάσισα πως θα μπορούσα να περάσω τον χρόνο μου, πηγαίνοντας στο μνήμα της μητέρας του. Είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Και προτιμούσα να τα πω σε κάποια, που θα άκουγε χωρίς να μιλάει. Άλλωστε οι ψυχές των νεκρών ταξιδεύουν. Ίσως μου έδινε ένα σημάδι σχετικά με το τι να κάνω.

Ακολούθησα το πλέον γνωστό μονοπάτι, και τώρα ήταν πιο εύκολο να βρω το δρόμο μου κάτω από το φως του ήλιου. Μόλις βρέθηκα εκεί, πλησίασα το μνήμα της και λύγισα τα πόδια μου, ακουμπώντας το ζεστό χώμα. Μπορεί να λερωνόμουν, αλλά δεν με ένοιαζε τη δεδομένη στιγμή.

Καθάρισα τον λαιμό μου αμήχανα. Δεν ήξερα πως να ξεκινήσω. «Κυρία Ελίζαμπεθ», άρχισα να λέω, «μητέρα;» ψέλλισα στη συνέχεια, αβέβαιη αν έπρεπε να την αποκαλέσω έτσι. «Ήρθα στη φυλή σας, με σκοπό να παντρευτώ τον γιο σας, κάτι που έγινε. Και μέχρι τώρα, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, ένιωθα ότι τα πράγματα έφτιαχναν. Όμως τώρα-» Ένας λυγμός διέκοψε τα λόγια μου. Δεν είχα καταλάβει πότε άρχισα να δακρύζω. «Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Και δεν ξέρω το λόγο. Δεν ξέρω γιατί μου συμπεριφέρεται έτσι. Και ορισμένες φορές φοβάμαι. Φοβάμαι πως θα παραβώ τον όρκο που έχω δώσει. Αλλά δεν μπορώ να με σταματήσω. Όσο προσπαθώ, τόσο πιο δύσκολο γίνεται».

Σκούπισα με τα χέρια τα μάτια μου. Ένα απαλό αεράκι είχε αρχίσει να φυσάει, κάνοντας το δέρμα μου να ανατριχιάζει. Δεν μπορούσα να συνεχίσω. Ένιωθα ένα βάρος πάνω μου, το οποίο δεν ήμουν σε θέση να σηκώσω.

Άφησα ένα μαύρο τριαντάφυλλο, που είχα φέρει μαζί μου, δίπλα σε εκείνα που βρίσκονταν εκεί μαραμένα και έπειτα σηκώθηκα από τη θέση μου.

Τίναξα ελαφρώς το φόρεμα μου για να το καθαρίσω και άρχισα να κινούμαι προς το δρόμο της επιστροφής. Τη θέση του μέχρι τότε φωτεινού ουρανού είχε πάρει ένα μουντό γκρίζο, σημάδι ότι σε λίγο θα άρχιζε να βρέχει, κάτι το οποίο έπρεπε να αποφύγω.

Προχωρούσα βιαστικά, όταν το βλέμμα μου στάθηκε σε μια ξύλινη επιγραφή, η οποία ήταν πρόσφατη τοποθετημένη λόγω της άριστης κατάστασης του ξύλου της. Την πλησίασα, όντας περίεργη να μάθω το όνομα του ατόμου που βρισκόταν εκεί.

Σταγόνες βροχής άρχισαν να κυλούν πάνω μου, τη στιγμή που μια δυνατή κραυγή ξέφευγε από το στόμα μου. Κλαιρ της Ντεσκάριαν, νυν Ταργκάριαν, ήταν χαραγμένο πάνω στην επιγραφή.

Οι Δυο Φυλές Where stories live. Discover now