Κεφάλαιο 1

8K 507 50
                                    

Η γυναίκα, που ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, έτρεχε με όλη της τη δύναμη, ξυπόλυτη μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να την ενδιαφέρουν τα κομμάτια σπασμένων γυαλιών που κάπου κάπου μπήγονταν στα γυμνά της πόδια. Ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη της  και τα καστανά άτονα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο μέτωπό της. Τα μάτια είχαν γίνει στρογγυλά από τον τρόμο.

Ήταν κοντά στο νοσοκομείο, το αισθανόταν οτι πλησίαζε. Οι τρομακτικές σκιές που έτρεχαν στους τοίχους πίσω της, την πλησίαζαν. Όχι δεν θα τους άφηνε να την φτάσουν. Έπρεπε να προλάβει. Δεν θα μπορούσαν να την ακολουθήσουν μέσα στο νοσοκομείο. Ήξερε οτι απαγορευόταν στο είδος τους να μπει στα νοσοκομεία. Είχαν και τα τέρατα κανόνες.

Ένας ξαφνικός πόνος την ανάγκασε να διπλωθεί στα δύο πιάνοντας την φουσκωμένη κοιλιά της αλλά μαζεύοντας όλη της τη δύναμη, έκανε τα τελευταία βήματα μέχρι τα σκαλοπάτια της εισόδου του νοσοκομείου.

Ένας νοσοκόμος που περνούσε την είδε και έτρεξε να την βοηθήσει. Οι σκιές σταμάτησαν και άρχισαν να κάνουν βόλτες  γύρω από την είσοδο, κανείς όμως δεν μπορούσε να τις δει εκτός από εκείνη.

Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, η εξαντλημένη γυναίκα πέθανε παρακαλώντας τους γιατρούς να σώσουν το μωρό της και με το χέρι της να σφίγγει το χέρι ενός από τους γιατρούς. Το μωρό ένα κοριτσάκι, παρ'οτι γεννήθηκε, ήταν ήδη νεκρό.

Ξαφνικά φωνές και ουρλιαχτά αναστάτωσαν το νοσοκομείο. Η σφοδρή σύγκρουση ενός λεωφορείου είχε πολλά θύματα και όλοι οι γιατροί κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν το κύμα τραυματισμένων ανθρώπων που ερχόταν. Οι γιατροί έφυγαν βιαστικά από το χώρο που βρισκόταν η άτυχη γυναίκα, εγκαταλείποντας τα δύο πτώματα στα ματωμένα τους κρεβάτια.

Ένας ψηλός άντρας γύρω στα τριάντα, ντυμένος στα μαύρα, παρακολούθησε από το διάδρομο τη μάχη των γιατρών, για να σώσουν τη γυναίκα και το μωρό της. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα αλλά ένα κίτρινο στεφάνι που κινούνταν σαν ρευστός χρυσός, πλαισίωνε την ίριδα του ματιού του. Τα γυαλιστερά σπαστά μαλλιά του ήταν μακριά μέχρι τους ώμους του και κατάμαυρα. Το σώμα του έδειχνε πολύ γυμνασμένο όπως στεκόταν περιμένοντας τους γιατρούς να φύγουν από το δωμάτιο.

Μόλις βγήκαν όλοι, ο άντρας με αργό νωχελικό βήμα μπήκε μέσα στο δωμάτιο με τα δύο σώματα.

Πήγε πρώτα στη γυναίκα. Έσκυψε πάνω της και την μύρισε. Εικόνες από τις τελευταίες μνήμες του σώματός της πλημμύρισαν το μυαλό του. Φόβος, ατέλειωτος φόβος και αγωνία. Οι μόνες ευχάριστες μνήμες ήταν όταν χάιδευε την κοιλιά της και μιλούσε στο αγέννητο μωρό της. Γύρω της ένα δωμάτιο υπογείου που μύριζε μούχλα.

ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΟΝΕΙΡΑWhere stories live. Discover now