Κεφάλαιο 19

3.1K 384 7
                                    


Η Ηρώ αφέθηκε στο αγκάλιασμα της Βέρας παθητικά. Την εξέπληξε η αλλαγή που είδε στο πρόσωπό της. Φαινόταν πολύ νεότερο. Κάποιες μικρές ρυτίδες που είχε, είχαν εξαφανιστεί και το δέρμα της αν και ήταν χλωμό έδειχνε σφιχτό και νεανικό. Τα μαλλιά της από θολά και άτονα, είχαν γυαλίσει και φαινόταν υγιή. Γενικά φαινόταν τελείως διαφορετική και ηλικιακά φαινόταν πολύ νεότερη. Βέβαια αυτό δε θα έπρεπε να την εκπλήσσει, τη στιγμή που ο πατέρας της φαινόταν το πολύ δέκα χρόνια μεγαλύτερός της.

"Ας πάμε να συζητήσουμε μέσα." Είπε ο Στέφαν.

Η Ηρώ κοίταζε γύρω της εντυπωσιασμένη αφού ήταν η  πρώτη φορά που έμπαινε σε έναν πύργο. Ο χώρος στο εσωτερικό ήταν τεράστιος και υποτίθεται οτι αυτό ήταν μόνο το χολ. Στο κέντρο του υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι ροτόντα με ένα βάζο γεμάτο από λουλούδια που η Ηρώ δεν είχε ξαναδεί τα περισσότερα από αυτά. Ανάμεσά τους υπήρχαν διάσπαρτα μπλε τριαντάφυλλα. Ένας τεράστιος πίνακας που απεικόνιζε μια πανέμορφη γυναίκα με εκφραστικά μάτια, που χαμογελούσε ευτυχισμένα, δέσποζε στο κέντρο του τοίχου, απέναντι από την είσοδο.

Αυτή η γυναίκα της θύμιζε κάτι. Κάπου την είχε ξαναδεί. Όσο εκείνη παρατηρούσε τον πίνακα όλοι πίσω της είχαν σταματήσει και την περίμεναν εκτός από τον Στέφαν που στάθηκε δίπλα της κοιτάζοντας και εκείνος τον πίνακα.

Η Ηρώ πρόσεξε τα χέρια της γυναίκας ήταν ακουμπισμένα τρυφερά πάνω στην κοιλιά της. Θα πρέπει να ήταν έγκυος. Στο μυαλό της ήρθε η γυναίκα στο όνειρό της, που έτρεχε πανικόβλητη, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Ναι αυτή ήταν, μόνο που στον πίνακα το πρόσωπό της είχε την ηρεμία της ευτυχίας ενώ στο όνειρό της ήταν μια μάσκα τρόμου.

Τα μάτια της Ηρώς βούρκωσαν και ψιθύρισε: " Ώστε αυτή είναι η μητέρα μου."

Ο Στέφαν ήταν το ίδιο επηρρεασμένος, από τη στιγμή, με την Ηρώ, όταν  με χαμηλή φωνή είπε: "Μυρτώ, η κόρη μας επιτέλους γύρισε. Δε χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα άλλο, πια."

Η Ηρώ γύρισε και κοίταξε τον πατέρα της. Αν και εξωτερικά φαινόταν τελείως ψύχραιμος, η Ηρώ δίπλα του αισθανόταν οτι μέσα του μαίνονταν μια μεγάλη καταιγίδα. Τα χείλη του ήταν σφιγμένα και οι ίριδες των ματιών του είχαν γίνει χρυσαφί αλλά μετά, κάτι που η Ηρώ είδε για πρώτη φορά, άρχιζαν να κοκκινίζουν σα να πλημμύριζαν με αίμα.

Για πρώτη φορά από όταν γνώρισε τον πατέρα της αισθάνθηκε συμπάθεια για αυτόν. Φαινόταν να υποφέρει από την απουσία της μητέρας της. Ίσως να κουβαλούσε μαζί του και τύψεις επειδή δεν την προστάτευσε.

ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΟΝΕΙΡΑDonde viven las historias. Descúbrelo ahora