Κεφάλαιο 10

8K 610 1
                                    

"Είσαι όρθιος για δύο ώρες δεν κουράστηκες;"  ρώτησε η Μαγιά.

Ο Ίαν γύρισε και την κοίταξε χωρίς να μιλήσει.

"Και έχει τόσο κρύο, μα γιατί έχει τόσο κρύο; Δεν κρυώνεις;" συνέχισε να λέει.

"Φυσικά και κρυώνω, αφού έδωσα σε σένα το σακάκι μου." 

"Σταμάτα να κάνεις σαν μωρό.." απάντησε η Μάγια και τον τράβηξε από το χερι. Τον ανάγκασε να κάτσει δίπλα της και τον σκέπασε με το μισό σακάκι. 

"Ορίστε! Καλύτερα έτσι;" είπε νικηφόρα η Μάγια. 

"Πως τολμάς να μου μιλάς και να μου φέρεσαι έτσι; Είμαι το αφεντικό σου!" απάντησε ο Ίαν ενοχλημένος. 

"Ίαν...Εγώ και εσύ...σε ένα ασανσέρ. Πιστεύω οι τυπικότητες μεταξύ μας είναι ανώφελες." 

Ο Ίαν νικημένος έμεινε δίπλα της σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του.

"Κατά βάθος, δεν είσαι τόσο κακός όσο θες να δείχνεις...Μήπως θες να κρύψεις κάτι;"

 Τα λόγια της έβγαιναν χωρίς να το καταλαβαίνει, ήταν τόσο σίγουρη ότι θα πεθάνει στο ασανσέρ που ήθελε να μάθει κάτι για τον Ίαν. Δεν υπήρχε πια φόβος ή  ντροπή. Ούτως ή αλλιώς κανείς τους δεν μπορούσε να φύγει.

"Μην περιμένεις να ακούσεις καμιά θλιβερή και τραυματική ιστορία. Δεν έχω. Είμαι αυτός που είμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου." απάντησε. 

"Λέγε ότι θες, εγώ ξέρω ότι μέσα σου κρύβεις μια ζεστή καρδιά. Απλά δεν θες να το δείχνεις, ίσως μπορεί να φταίει η δουλειά. Τόσες ευθύνες και σε τόσο μικρή ηλικία είναι δύσκολο. " 

Καθόταν και άκουγε τα λόγια της σκεπτικός δεν αντιδρούσε, ίσως έφταιγε το γεγονός ότι δεν είχε ξανα ακούσει κάποιον να μιλάει για εκείνος με αυτό το τρόπο. 

"Δεν με φοβάσαι καθόλου έτσι;" είπε ξεφυσώντας. 

"Μόνο στην αρχή." του απάντησε χαμογελώντας. 

"Και τότε γιατί δεν έφυγες;" 

"Το να είμαι βοηθός σου με έσωσε από τα χειρότερα.." Η Μάγια έσκυψε το κεφάλι έχοντας ένα μικρό χαμόγελο. Εκείνος αμέσως κατάλαβε ότι τα λόγια της Μάγια έκρυβαν κάτι περισσότερο.

Ο χρόνος περνούσε και οι δύο τους βρίσκονταν ακόμα στο ασανσέρ. Τα μάτια της Μάγια άρχισαν να κλείνουν και άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει τον ώμο του Ίαν. Ο Ίαν γύρισε και την κοίταξε έκπληκτός όταν γαντζώθηκε από το χέρι του. Τράβηξε το σακάκι του από πάνω του και την σκέπασε, την παρατηρούσε που κοιμόταν και με το χέρι του μετακίνησε μερικές τούφες από τα μαλλιά της που έπεφταν στο πρόσωπο της. 

"Ευχαριστώ, Μάγια." ψιθύρισε με ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπο του. Έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε δίπλα της. 

_________________________

"Ξύπνα! Ήρθε η βοήθεια." σκούντησε ο Ίαν την Μαγιά για να ξυπνήσει.

"Δεν θέλω να σηκωθώ ακόμα...είναι νωρίς.." μουρμούρησε η Μαγιά μισοκοιμησμένη. Είχε πάρει αγκαλιά ακόμα πιο σφιχτά το μπράτσο του Ιαν και προσπαθούσε να ξαναβολευτεί.

Ο Ίαν σηκώθηκε απότομα με αποτέλεσμα η Μάγια να προσγειωθεί όχι και τόσο ομαλά στο πάτωμα.

"Άου! Αυτό πόνεσε!" κατάφερε να πει. Η πτώση την ξύπνησε μια και καλή και κοίταζε τον Ίαν θυμωμένη. 

"Δεν μου άφησες άλλη επιλογή." απάντησε. 

Γλυκούλης όπως πάντα. Καμία πρόοδος από χτες, σκέφτηκε η Μάγια. 

Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε από τον επιστάτη του κτιρίου. 

"Συγνώμη κύριε Μόργκαν για την καθυστέρηση!" είπε ο υπάλληλος. 

"Δεν πειράζει, μπορείς να επιστρέψεις στο πόστο σου." απάντησε ο Ίαν και τον χτύπησε ελαφρά στο ώμο.

Ύστερα από λίγο βγήκαν έξω από το κτίριο, ο Ίαν είχε τα χέρια του στις τσέπες και κοιτούσε τον δρόμο, ενώ η Μάγια κουνιόταν νευρικά.

"Εγώ να πηγαίνω λοιπόν."  αναφώνησε η Μάγια και πήγε να φύγει. Γύρισε την πλάτη της και έκανε μερικά βήματα. Ο Ίαν την έπιασε από το πάνω μέρος της μπλούζας της και την έφερε ξανά πίσω.

"Που νομίζεις ότι πας;" της είπε με το γνωστό του θυμωμένο τόνο.

"Σπίτι;" απάντησε αμήχανα η Μάγια. 

"Έχω καλέσει ήδη να έρθουν να μας πάρουν." 

"Δεν χρειάζεται θα πάρω ταξί!" 

"Και που θα βρεις ταξί τέτοια ώρα;" είπε ο Ίαν με ύφος.

"Α! Ο Στιβ Τζομπς είναι αυτός;!" αναφώνησε έκπληκτη η κοπέλα, δείχνοντας στο κενό.

Η προσοχή του Ίαν γύρισε εκεί που έδειχνε το χέρι της Μάγια και εκείνη βρήκε την ευκαιρία να φύγει.

Περπατούσε στο πεζοδρόμιο χαζεύοντας τις βιτρίνες και τα μαγαζιά. Ήταν αργά το βράδυ και οι μόνοι που βρισκονταν έξω ήταν μερικά μεθυσμένα ζευγαράκια που παραπατούσαν και γελούσαν δυνατά. 

"Αυτή δεν είναι από το εστιατόριο που μας έριξε νερό;" είπε μια αντρική φωνή πίσω από τη Μάγια. 

"Ναι δίκιο έχεις. Είναι αυτή η σκύλα που μας ρεζίλεψε." είπε άγρια μια άλλη αντρική φωνή.

Μην δίνεις σημασία, απλώς συνέχισε να περπατάς... Σκεφτόταν η Μάγια. Το αίμα της είχε παγώσει και όλο το κορμί της είχε μουδιάσει από τον φόβο. 

"Μην κάνεις ότι δεν ακούς! Ήρθε η ώρα να σου μάθουμε μερικούς τρόπους." 



Σκοτεινός ΠαράδεισοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora