Κεφάλαιο 26

7.8K 512 29
                                    

Εκείνη τη μέρα ο Άλεξ είχε ρεπό, η Μάγια είχε μείνει μόνη της στο μαγαζί. Ο Ίαν όπως κάθε φορά ήταν στο ίδιο τραπέζι πίνοντας τον ίδιο καφέ, περιμένοντας το βράδυ για να φύγει. Στο μαγαζί είχαν μείνει οι δυο τους, από στιγμή σε στιγμή η βάρδια της Μάγιας θα τελείωνε. Εκείνη ξεκίνησε να καθαρίζει τους πάγκους και τα τραπέζια, όταν τελείωσε με αυτά κατευθύνθηκε προς την πόρτα την οποία και κλείδωσε. Ο Ίαν, αν και απορροφημένος σε κάτι έγγραφα της δουλειάς, έλεγχε με την άκρη του ματιού του τις κινήσεις της. Αδέξιες κινήσεις, άλλοτε τις έπεφταν οι καφέδες, άλλοτε καιγόταν από το καυτό νερό, άλλοτε μπέρδευε τα ρέστα, μα πάντα έχοντας αυτό το αθώο χαμόγελο στα χείλη της. Όλα τα έβλεπε ακόμα και αν είχε ένα σωρό χαρτιά να υπογράψει, να ελέγξει, κάποιες φορές δεν άντεχε και γελούσε όταν την έβλεπε να κάνει την μια γκάφα μετά την άλλη. 

"Γιατί έρχεσαι κάθε μέρα;" Στάθηκε μπροστά από το τραπέζι του έχοντας τα χέρια στις τσέπες της ποδιάς της στολής. 

"Για να πιω τον καφέ μου." της απάντησε  δίχως να σηκώσει το κεφάλι του από τα χαρτιά.

"Δεν πρέπει να ξανά έρθεις." Προσπάθησε να κρατήσει τον τόνο της φωνής της σταθερό, να μην δείξει ότι αυτό που είπε πριν λίγο της προκάλεσε ταχυπαλμία. Ήθελε να έρχεται, ήθελα να τον βλέπει συνέχεια.

"Σε λίγες μέρες είναι ο γάμος. Και δεν σου κρύβω ότι στη θέση της Μάργκαρετ θα ήθελα να ήσουν εσύ."  Αφήσει το στυλό πάνω στα χαρτιά και κοίταξε την Μάγια κατάματα. 

"Υπερβάλλεις. Σε παρακαλώ, φύγε πρέπει να κλείσω το μαγαζί." του γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να φύγει. 
Την σταμάτησε κρατώντας την σφικτά από το χέρι.

"Δεν μπορώ να γυρίσω εκεί από όπου λείπεις εσύ." Σηκώθηκε όρθιος και την πλησίασε. "Θέλω να σε βλέπω συνέχεια." Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την αγκάλιασε, έβαλε το κεφάλι του στο λαιμό της και μύρισε το άρωμα της. 

"Ίαν, τι κάνεις... Δουλεύω εδώ..." προσπάθησε να πει,  φωνή της έβγαινε με το ζόρι. τα χέρια του εξερευνούσαν το κορμί της. Τα δάκτυλα του έλυσαν με ευκολία την πράσινη ποδιά της, η οποία έπεσε στο πάτωμα. 

"Μην ανησυχείς, σε είδα που έκλεισες." την φιλούσε το λαιμό για να της διώξει κάθε δισταγμό. 

"Δεν... πρεπ-" οι λέξεις δεν πρόλαβαν να βγουν από το στόμα της. Ο Ίαν τη φίλησε, μετατρέποντας τις ενστάσεις τις σε πνιχτούς αναστεναγμούς. 
Πέρασε το χέρι του από τη μέση της και με μια απότομη κίνηση την έβαλε πάνω στο τραπέζι του, τα έγγραφα του Ίαν έπεσαν κάτω και απλώθηκαν στο πάτωμα τσαλακωμένα. 
Ο Ίαν μπήκε ανάμεσα στα πόδια της Μάγιας , εκείνη τον έσφιγγε πάνω της όσο τον φιλούσε. 

"Σε θέλω, σε θέλω από τη πρώτη στιγμή που σε είδα." της έλεγε στο αυτί. 
Η μπλούζα της Μάγιας είχε βγει στα επόμενα δευτερόλεπτα, χώθηκε με μανία ανάμεσα στο στήθος της αφήνοντας τα σημάδια του σε όλο το κορμί της. Για μια στιγμή τραβήχτηκε από κοντά της και την κοίταξε με λαγνεία. Ήταν ημίγυμνη πάνω στο τραπεζάκι, με τα μαλλιά της ανακατεμένα και τα μάγουλα της κατακόκκινα. Τα χείλη της είχαν πρηστεί ελαφρώς και οι τιράντες από το σουτιέν της έπεφταν προκλητικά από τους ώμους της. 

"Θεέ μου, νομίζω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου." της είπε σαστισμένος. Όρμησε πάνω της αφαιρώντας και τα υπόλοιπα ρούχα της. 

*
*
*
Το πρωί τους βρήκε στο πάτωμα γυμνούς. Η Μάγια δεν κατάφερε να κοιμηθεί όλο το βράδυ, το αίμα της έβραζε και το μυαλό της προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει. Ο Ίαν κοιμόταν δίπλα έχοντας τη πλάτη του γυρισμένη, η Μάγια κοιτούσε τις κόκκινες γρατζουνιές και σημάδια που είχαν εμφανιστεί πάνω του. Κοκκίνισε ολόκληρη όταν συνειδητοποίησε ότι εκείνη του τις προκάλεσε. 
Ο Ίαν είχε αρχίσει να ξυπνάει, δεν είχε ανοίξει ακόμη τα μάτια του. Γύρισε πλευρό και βολεύτηκε καλύτερα τραβώντας την Μάγια πάνω του. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και μούγκρισε ευχαριστημένος. Χάθηκε στην αγκαλιά του απολαμβάνοντας τη στιγμή, ένιωθε τόσα πολλά που νόμιζε ότι θα εκραγεί, τα συναισθήματα είχαν γίνει κόμπο στο λαιμό της. Έτσι έμοιαζε η ευτυχία;

Όταν κατάφερε να αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του, ο ήχος κλήσης του κινητού της ακούστηκε σε όλο το μαγαζί. Από τα παράθυρα έμπαιναν ελάχιστες ηλιαχτίδες, ικανές για να δείξουν ότι ο ήλιος είχε βγει για τα καλά. 

"Παρακαλώ;" είπε σχεδόν κοιμισμένη. 

"Μάγια, σε πέντε λεπτά είμαι στο μαγαζί να σου ετοιμάσω καφέ μέχρι να έρθεις;" 
Η φωνή του Άλεξ την ξύπνησε επιτόπου, πετάχτηκε όρθια πανικόβλητη όταν κατάλαβε που βρίσκεται. Είδε την ώρα στην οθόνη του κινητού.
9:00 π.μ 

Έκλεισε το κινητό βιαστικά και έψαχνε τα ρούχα της που είχαν διασκορπιστεί παντού. 
"Ίαν, σήκω! Έρχεται ο Άλεξ να ανοίξει το μαγαζί, θα έρθουν πελάτες σε λίγο!" φώναξε έντρομη. Ο Ίαν αρνιόταν να σηκωθεί κατηγορηματικά. Η Μάγια έβαλε τα ρούχα και αμέσως μάζεψε και τα ρούχα του Ίαν. Τα πέταξε κατά πάνω του και τον σκούντηξε για να ξυπνήσει. 

Η Μάγια έτρεχε μέσα στο μαγαζί για να μαζέψει τις αποδείξεις από τη χτεσινή βραδιά, όσο ο Ίαν φορούσε το πουκάμισο και το παντελόνι του. Το κλειδί στην πόρτα δεν άργησε να ακουστεί, η Μάγια κοκάλωσε στη θέση της με τη ποδιά στα χέρια της, ο Ίαν κούμπωνε ακόμα τα κουμπιά στο πουκάμισο του. Ο Άλεξ πίνοντας τον καφέ του, άνοιξε τη πόρτα και τους είδε. Η Μάγια έτρεμε από τη ντροπή της, ο Άλεξ τους κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Η σκηνή δεν χρειαζόταν επεξηγήσεις, ήταν όλα ξεκάθαρα. 

"Τι-" προσπάθησε να πει ο Άλεξ. Ο Ίαν έχοντας τελειώσει να ντύνεται, πήρε τη Μάγια από το χέρι και κατευθύνθηκε προς τον Άλεξ. 

"Παραιτείται." του είπε δίνοντας την ποδιά που ακόμη κρατούσε σφικτά πάνω της η Μάγια και έφυγαν μαζί από το μαγαζί. 


Σκοτεινός ΠαράδεισοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora