ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ

235 40 8
                                    

«ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΠΑΛΑΒΟ ΜΠΙΣΟΠ», του φωνάζω-ψιθυρίζω σκυμμένη πίσω από κάτι θάμνους.

«Αφού ούτως ή άλλως δεν είναι εδώ», μου απαντά και εκείνος το ίδιο ψιθυριστά και μου κάνει μια γκριμάτσα «Τι λένε; Ζεις μόνο μια φορά».

«Όχι για να παραβιάζεις σπίτια άλλων!», τον αγριοκοιτάζω.

«Αυτό δεν είναι το σπίτι οποιουδήποτε», προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του «Θυμάσαι πόσο απαίσια μας φερόταν ο Μέιξον όταν ήμασταν μικροί; Ακόμη θυμάμαι πως μας είχε κυνηγήσει με την καραμπίνα επειδή θέλαμε να πλύνουμε τα χέρια μας με το λάστιχό του».

«Βασικά.. θέλαμε να πλύνουμε τα χέρια μας αλλά εσύ δεν κρατούσες καλά το λάστιχο και όταν άνοιξα την βρύση δεν μπόρεσες να το ελέγξεις και τον έκανες μούσκεμα».

Ένα μικρό Ο σχηματίζει το στόμα του καθώς το θυμάται «Και πάλι δεν νομίζεις πως η καραμπίνα είναι λίγο υπερβολική;».

«Έχεις ένα δίκιο», δαγκώνω το κάτω χείλος μου και κοιτάζω ξανά το σπίτι «Και τότε γιατί το ραδιόφωνο παίζει; Μήπως είναι εδώ;».

«Κάθε καλοκαίρι τον Αύγουστο φεύγει, το ραδιόφωνο είναι απλά αντιπερισπασμός για να νομίζουν πως είναι εδώ. Μη φοβάσαι», μου κλείνει το μάτι και τα μάγουλα μου είμαι σίγουρη πως έχουν πάρει το χρώμα του παντζαριού.

Μου δίνει το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ και αρχίζουμε να πλησιάζουμε το σπίτι κατά μήκος.

«Μπορούμε να μπούμε απ΄το γκαράζ», ψιθυρίζει και κοιτάζει προσεκτικά γύρω του «Γαμώτο είναι κλειδωμένο», μουρμουρίζει μόλις φτάνουμε.

Απομακρύνομαι λίγο και παρατηρώ το σπίτι προσεκτικά. Μια ιδέα μου έρχεται όταν βλέπω ένα μικρό ανοιχτό παραθυράκι στην πίσω πλευρά.

«Μπορούμε να μπούμε από εκεί», του δείχνω όμως εκείνος μου κάνει ένα αρνητικό νεύμα.

«Όχι».

«Μα γιατί; Αφού μπορούμε να ανέβουμε από την σκάλα».

«Ήδη σε πονάει το πόδι σου, δεν θέλω να το επιβαρύνεις. Ούτως ή άλλως δεν ήταν και κάτι τόσο σημαντικό», κόβει ένα χορταράκι από κάτω και το βάζει στο στόμα του.

Βαρέθηκα πια να είμαι εγώ εκείνη που δεν μπορεί να κάνει τίποτα λόγω του χαζού ποδιού της. Βαρέθηκα να με λυπούνται.

«Το πόδι μου είναι μια χαρά. Αν θέλεις μείνε εσύ εδώ, εγώ πάω», ξεκινώ προς το σπίτι αλλά μόλις παίρνω φορά για να ανέβω δύο χέρια τυλίγονται γύρω μου και με κατεβάζουν ξανά στο χώμα.

Sunset LoversWhere stories live. Discover now