Περπατούσε αργά, πολύ αργά.
Τα κύματα έσκαγαν στα πόδια του.
Εκείνος είχε το βλέμμα κάτω.
Και ο Βυθός τον καλούσε.
Τον καταλάβαινε, τον άκουγε, αισθανόταν την μορφή του.
Τον άκουσε καθαρά να του λέει:
"Έλα εδώ κάτω μαζί μας. Εδώ κάτω θα γίνεις σαν εμάς. Εδώ κάτω περνάμε όλοι ωραία. Απλά, έλα εδώ κάτω."
Γύρισε το βλέμμα του στο αφρισμένο πέπλο.
Έκλεισε τα μάτια και μύρισε την καθαρή αλμύρα.
Και αυτή η έντονη αίσθηση άρχισε να τον τραβάει.
Τον τράβαγε μέσα στο νερό.
Τον τράβαγε στον Βυθό.
Το υγρό πέπλο τον τύλιξε.
Στην αρχή, προσεκτικά κι ευγενικά και ,στην συνέχεια, με απίστευτη δύναμη.
Με τα μάτια κλειστά, τον καθοδηγούσε μόνο η αλμύρα.
Αυτή η έντονη αλμύρα.
Περπατούσε σαν τυφλός στον δικό του μαύρο κόσμο.
Τα πέλματά του εφάρμοζαν στα λοφάκια της άμμου, που είχαν δημιουργηθεί.
Καθώς περπατούσε, ένιωθε τα κύματα μπροστά του να του ανοίγουν τον δρόμο.
Πλέον δεν πάταγε στην άμμο.
Αλλά αυτός συνέχιζε να περπατάει σε κάποιο στρώμα νερού κάτω απ' την επιφάνεια.
Με τα μάτια ακόμα κλειστά και την καθοδήγηση της αλμύρας, ένιωθε το νερό να φτάνει το πηγούνι του.
Αισθάνθηκε ένα σπάσιμο, μια ανησυχία.
Τα βλέφαρα άρχισαν να τρέμουν και ,τελικά, άνοιξαν τα μάτια.
Και τότε το είδε.
Ήταν τουλάχιστον δύο μέτρα ψηλό και θα έπεφτε πάνω του με τεράστια ορμή.
Το κύμα τον χτύπησε.
Είδε τη ζωή του να περνά μέσα απ' τα μάτια του.
Ένα κενό.
Μια μαυρίλα.
Οι πνεύμονές του ακόμα ήταν γεμάτοι οξυγόνο.
Έβλεπε τα κύματα από πάνω του να σκάνε το ένα μετά το άλλο.
Η ζωή του ήταν ένα τίποτα.
Κι αυτό το τίποτα έπρεπε να λάβει ένα τέλος.
Άνοιξε το στόμα του κι επέτρεψε στο νερό ν' αντικαταστήσει το οξυγόνο
Γεύτηκε την αλμύρα.
Τον τράβαγε.
Εκεί κάτω.
Στον Βυθό...
YOU ARE READING
Χαμένοι
PoetryOne chapter, one sad story/poem/thoughts etc. ©ALL RIGHTS RESERVED_DON'T COPY❌