Η Βροχή

102 6 1
                                    

Δεν υπάρχει λόγος να μιλάω,  πλέον.
Κουράστηκα.
Απλά δε θέλω τίποτα.
Και όλα αυτά τα δάκρυα έχουν στεγνώσει.
Δεν έχουν αξια,  πλέον.
Δεν υπάρχει λόγος να κλαίω.
Κουράστηκα πια.
Απλά δε θέλω τίποτα.
Τίποτα.
Δεν υπάρχει λόγος για τίποτα.
Έχω στερέψει από λόγια.
Όπως έχω στερέψει από δάκρυα.
Είμαι τα σπασμένα κομμάτια μιας σπασμένης κούπας.
Ο βρεγμένος τη βροχή δε τη φοβάται.
Δε φοβάμαι αν θα με σπάσουν κι άλλο.
Άλλα ουτε θα αντιδράσω αν το κάνουν.
Γιατί είμαι τα συντρίμμια.
Τα αποκαΐδια της πιο θλιμμένης πυρκαγιάς.
Είμαι οι σταγόνες της βροχής.
Που για μια στιγμή πέφτουν σ' αυτό τον κόσμο κι έπειτα εξατμίζονται και χάνονται.
Τις ακούω να πέφτουν.
Τις ακούω στα αυτιά μου.
Να κλαίνε.
Θέλω να κλάψω μαζί τους.
Αλλά δε μπορώ.
Γιατί κουράστηκα.
Και τα δάκρυα θα στεγνώσουν κάποια στιγμή.
Δεν έχει νόημα να κλαίω.
Όποτε δεν ξέρω...
Τι θα κάνω, πλεον;
Νιώθω σαν ασθενής.
Ή ακόμα καλύτερα, σαν νεκρός,  που είναι έξω απ' τον τάφο του.
Οπότε... 
Τι κάνω τώρα;
Να παω στον τάφο μου;
Να πεθάνω;
Να ζήσω;
Να κλάψω;
Δεν ξέρω.
Γιατί κουράστηκα να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια.
Για την ώρα,  ακούω τη Βροχή να κλαίει.
Και οι σταγόνες κυλούν στα μάγουλά μου σα δάκρυα.
Τουλάχιστον η Βροχή με κατάλαβε.
Κατάλαβε τι νιώθω...
Γι' αυτό δε θα κλάψω για τη Βροχή.
Αλλά η Βροχή θα κλάψει για εμένα.
Την βλέπω...
Βλέπω τις σταγόνες να πεφτουν.
Την βλέπω να έρχεται.
Έρχεται...
Έρχεται η Βροχή...

ΧαμένοιМесто, где живут истории. Откройте их для себя