Η Δίνη

149 6 3
                                    

Κοίταξε την άδεια επιφάνεια του καμβά. Εκείνο το λευκό κενό. Σαν την απόλυτη χιονοθύελλα. Στο μυαλό του, το κενό δεν είχε αυτή την όψη. Είχε μια πιο σκοτεινή. Πιο βαθιά. Το κενό είχε βάθος για τον καλλιτέχνη. Έκλεισε τα μάτια του και έκανε εικόνες στα μαύρα του βλέφαρα.

Δεν έβλεπε τίποτα, αλλά αντιλαμβανόταν την παγερή ατμόσφαιρα.

Άνοιξε τα μάτια του. Ήταν πάλι στο εργαστήρι του. Η εικόνα είχε αποτυπωθεί στο "χιτώνα" του μυαλού του. Σαν ένας ένας προτζέκτορας να έπαιζε την ίδια παράσταση ξανά και ξανά. Την έβλεπε αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Έβαλε στην ξύλινη παλέτα του όλα τα χρώματα που θα χρειαζόταν. Πίεζε τα σωληνάρια των χρωμάτων δίχως δισταγμό. Τα μικρά λοφάκια της μπογιάς ήταν παραταγμένα το ένα πίσω απ'το άλλο • σαν οροσειρά.
Έπιασε απαλά το πινέλο του προσπαθώντας μην το τραυματίσει ,κι έπειτα, το σήκωσε μπροστά απ'το το τελάρο. Ήταν έτοιμος... Έκλεισε για άλλη μια φορά τα μάτια του πριν εμφανιστούν οι εικόνες.

Παρατήρησε τον χώρο γύρω του.

Τον χώρο του μυαλού του.

Το έδαφος ήταν μαλακό παρόλο που φαινόταν το αντίθετο.

Βυθιζόταν ελαφρά στο νεκρό χώμα.

Ήταν πραγματικά νεκρό.

Έβλεπε κηλίδες αίματος να λεκιάζουν το έδαφος.

Ή και όχι...

Ήταν αίμα ή η ψευδαίσθηση της ομίχλης;

Δεν ήταν σίγουρος.

Η όραση του δεν ήταν και η πιο δυνατή του αίσθηση αυτή τη στιγμή.

Ουσιαστικά, δεν έβλεπε με τα μάτια του.

Έβλεπε τις αισθήσεις του να παίρνουν μορφή.

Έβλεπε τους ήχους του παγερού ανέμου, τις οσμές των πτωμάτων, τις γεύσεις των μούρων, που ήταν πεσμένα διπλά στα δέντρα τους.

Τα πάντα.

Αφουγκράστηκε το θρόισμα των ξερών φύλλων, που στροβιλίζονταν στον αέρα.

Το πινέλο έκανε μεθοδικές ταλαντώσεις. Σαν μια κούνια. Έγλειφε το τελάρο λαίμαργα. Πλημμύρισε όλη την έκταση της λευκής και τραχείας επιφάνειάς του.

Κοίταξε τον ουρανό... ή ό,τι είχε μείνει απ' αυτόν.

Τα θρύψαλα ήταν διασκορπισμένα σε τυχαία σημεία στον ματωμένο αυτό κόσμο.

ΧαμένοιWhere stories live. Discover now