Ο Ελαιώνας

45 3 0
                                    

Σκιές τρώνε τα φώτα

μήτε ύαινες του ελαίωνα.

Και ακούγονται ψίθυροι,

του αρχέγονου πελάγου.

Μια μαργαρίτα θαμμένη

μέσα στο χώμα

παρακαλάει το όνειρο

να ζήσει λίγο ακόμα.

Είναι που οι σαύρες 

πεθαίνουν απ' τα ζωντανά

τα σκυλιά τα άγρια 

που τρέχουν μες στο κτήμα.

Και τα βλέπεις αυτά ακόμα

να θέλουν μια απ' τα ίδια

ένα σάπιο κόκκαλο

να σπάσουν με τα δόντια.

Και εσύ εκεί που κάθεσαι 

πίσω  από αυτό το τζάμι

και κοιτάζεις το λιβάδι

κρυμμένος στη φωλιά σου.

Βλέπεις τις δακρυσμένες στέγες,

παλιά σπασμένα πλακάκια

να παρακαλούνε τ' όνειρο

να αναστηθούν και πάλι.

Μα κάτω από εκείνα,

σκοτάδι, πηχτή πίσσα

και σκεπάζει αλόγιστα,

τρεμάμενα σκουλήκια.

Κι απορείς με εκείνη την  βρυσούλα,

που σταγόνα σταγόνα χάνει,

κλεψύδρα των θυμάτων,

που μες στη θλίψη κλαίει.

ΧαμένοιWhere stories live. Discover now