Η Ουλή

429 21 5
                                    

Επιτέλους.
Άρχισε να συνέρχεται απ' τη νάρκωση.
Τα μάτια της, παρόλο που ήταν κλειστά, άρχισαν να τρεμοπαίζουν.
Τα άνοιξε.
Δεν μπορούσε να δει κάτι.
Ούτε είχε ακόμα αντιληφθεί τι συνέβαινε.
Το κεφάλι της ήταν βαρύ.
Έκλεισε τα μάτια της.
Αισθάνθηκε έναν περίεργο πόνο.
Μούγκρισε, καθώς δεν μπορούσε να ουρλιάξει.
Σαν ένα έντονο τσούξιμο.
Σα να τη μαστίγωναν.
Τ' άνοιξε ξανά κι αυτή τη φορά είδε τη φιγούρα που προκαλούσε αυτό.
Κρατούσε ένα μαστίγιο.
Την χτυπούσε ανελέητα.
Όταν προσπάθησε να κάνει μορφασμούς πόνου συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε.
Ήταν εκείνο το κοκκαλωμένο πρόσωπο κι εκείνα τα στεγνά δάκρυα που δεν της το επέτρεπαν.
Εκείνος είχε ξεκίνησε να πλησιάζει επικίνδυνα κοντά.
Βρήκε την ευκαιρία και τον κλώτσησε στην περιοχή του.
Έπεσε στα γόνατα κι έπειτα στο πλάι.
Εκείνη βγήκε απ' το δωμάτιο και πέρασε τον διάδρομο τρέχοντας.
Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια πόρτα.
Την άνοιξε.
Περίεργο που ήταν ξεκλείδωτη.
Το τοπίο ήταν χιονισμένο.
Δεν άντεξε άλλο να τρέχει.
Έπεσε στο απαλό χιόνι.
Στηρίχτηκε στα χέρια της, αλλά μάταια.
Συρθήκε έως έναν κορμό δέντρου.
Στήριξε την πλάτη της σ' αυτόν.
Φορούσε μόνο ένα κομμάτι ύφασμα που κάλυπτε τα πόδια της και το στήθος της.
Απο πάνω της έπεφταν λαμπερές χιονονιφάδες.
Ήταν τόσο κρύο για να 'ναι εύχαριστο.
Και τόσο όμορφο για να 'ναι αληθινό.
Η εξωτερική παγωνιά του χιονιού εγκλώβιζε τη θέρμη του πληγωμένου σώματός της.
Παρατήρησε το σώμα της.
Ήταν σχεδόν γυμνή.
Σαν την ψυχή της.
Ήταν ταυτόχρονα τόσο ψυχρή απ' το κρύο και θερμή απ' το αίμα που κυλούσε στο άψυχό της σώμα.
Ένιωθε τις πληγές της να φλέγονται κάτω απ' το ολικό ψύχος και το περιβάλλον γύρω της να ψύχεται γύρω απ' την φωτιά της παρουσίας της.
Κοίταξε τις ουλές της.
Σαν πύρινοι σφιγκτήρες είχαν τυλίξει το σώμα της, έτοιμοι να της πολτοποίησουν τα κόκκαλα.

Ένιωσε μόνη,
καθώς το μόνο πράγμα,
που της έκανε συντροφιά,
ήταν ουλές πόνου σ' όλο της το σώμα.

Ένιωσε μόνη,καθώς το μόνο πράγμα,που της έκανε συντροφιά,ήταν ουλές πόνου σ' όλο της το σώμα

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Αναρωτήθηκε γιατί έκανε τέτοιες σκέψεις αυτήν ακριβώς τη στιγμή.

Οι νιφάδες προσγειώνονταν απαλά στο λευκό πέπλο και γίνονταν ένα μ' αυτό.
Άκουγε μουσική στ' αυτιά της.
Δεν ήταν κάποια συγκεκριμένη μελωδία.
Άκουγε το λυπημένο βιολί να κλαίει μέσα από τις κρυψώνες της μουσικής.
Κι αυτό την έκανε να πονάει.
Περισσότερο απ' τις πληγές.
Ο πόνος στο μυαλό της ήταν πιο δυνατός απ' αυτόν στο σώμα της, σκέφτηκε.
Μια νιφάδα έπεσε στα χείλη της.
Είχε μια γεύση σα μέταλλο, πικρή κι αλμυρή.
Σα δάκρυα.
Εκείνη είχε ,πλέον, στερέψει από δάκρυα.
"Δεν ήταν σωστό να με κλωτσήσεις..."
Η φιγούρα εμφανίστηκε κάτω από το κατώφλι της εξώπορτας.
"Πως σου φαίνεται;" η φωνή του ήταν με κάποιον περίεργο τρόπο τρεμουλιαστή. Σα φωνή τρελού.
Έκανε μερικά βήματα κουτσαίνουντας.
Τον φώτισε το αδύναμο ψυχρό φως του χιονιού.
"Το χιόνι, εννοώ... Δεν είναι ωραίο...; Μήπως.... το γεύτηκες κιόλας; Σα δάκρυα....δεν είναι;"
Παρατήρησε το πρόσωπο του γέρου.
Είχε μια ουλή.
Ξεκινούσε στο δεξί φρύδι.
Και τελείωνε αριστερά των χειλιών.
Στο χέρι του κρατούσε ένα πιστόλι.
Το ύψωσε προς το μέρος της.
"ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ; Ε; ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΤΙΝΑΞΩ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ; ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΣΕ ΞΕΡΩ; ΟΤΙ ΣΕ ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ Ή ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ;"
Τα μάτια του πετάχτηκαν έξω, ενώ ούρλιαζε.
Σιγούρα δεν υπήρχε κανένας άλλος εκεί κοντά για να βοηθήσει.
Ήταν μόνο αυτή κι εκείνος.
Τα μάτια του κοίταζαν γεμάτα τρέλα.
Άκουσε πάλι το λυπημένο βιολί να κλαίει βασανισμένο σαν την ίδια.
"ΤΟ ΑΚΟΥΣ ΚΙ ΕΣΥ ΑΥΤΟ, Ε;
ΒΛΕΠΕΙΣ; ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΤΡΕΛΟΙ.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΜΑΤΣΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΣΤΗ ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΝΟΙΑ. ΧΑΧΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΕΝΑΣ ΤΡΕΛΟΣ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΛΕΞΗ 'ΠΑΡΑΝΟΙΑ'..."
Έβγαλε ένα ήχο που δεν έμοιαζε καθόλου με γέλιο.
"ΛΑΤΡΕΎΩ ΤΟΝ ΠΟΝΟ.
ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΟ ΑΙΜΑ ΝΑ ΚΥΛΑ.
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ.
ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΣΑΝ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ.
ΑΥΤΟ ΘΑ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΣΕ ΣΕΝΑ.
ΤΟ 'ΧΩ ΚΑΝΕΙ ΗΔΗ."
Δεν θα σταματούσε να ουρλιάζει.
" Μόνο π-που τώρα... θ-θα σε λυτρώσω...
Θα απελευθερωθείς...
Θα είσαι ελεύθερη...
Θα π-περάσεις ωραία εκεί που θ-θα είσαι..."
Σταμάστησε να μιλάει και την κοίταξε εκνευρισμένος.
"ΚΑΝΕ ΚΑΤΙ!
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕ!
ΜΗ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΕΤΣΙ!!"
Εκείνη κοιτούσε ανέκφραστη. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε κάποιον ήχο να διαπεράσει το μοιρολόι του βιολιού.
Τελικά το άκουσε.
Η σφαίρα είχε το ψύχος των νιφάδων.
Και τη γεύση, επίσης.
Πικρή κι αλμυρή.
Σα δάκρυα.
Ο πόνος στο μυαλό της ήταν πιο δυνατός απ' αυτόν στο σώμα της.
Έπεσε στο πλάι κι άνοιξε τα μάτια της.
Ο γέρος είχε πάθει κρίση.
Έβγαζε αφρούς από το μικρό στόμα του.
Κοίταξε το αίμα της να κυλά στο λευκό χιόνι.
Και λίγο πριν ξεψυχήσει κατάλαβε ότι ούτε εκείνο το κατακόκκινο αίμα δεν μπορούσε να δώσει ζωή σ' εκείνον τον μυστηριώδη τόπο...
■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■▪■

ΧαμένοιWhere stories live. Discover now