Η σκύλα και ο ιερέας

60 1 0
                                    

Μες στης εκκλησιάς την απόμερη σιγή,
Ψίθυροι δακρύων αντηχούν συρτοί σα σφαχτάρι το αγιοκέρι,
Και νυχοπατεί ο θεριστής, που πάει χέρι με χέρι,
Κι οπίσωθε αγγελοσκιάστηκε του ιερέως η ψυχή.

Κι ευθύς σαν άκουσε τον κωπελάτη του Αχέροντα να καρτερά,
Στες γούρνες του βορριά, στη ματωβαμένη θηλιά του Ιούδα,
Εγρύλισε σαν αγδίκιωτη του γυρισμού η μαύρη πεταλούδα,
Κι εμύρισε το απόβραδο θανάτου στυρφνή σβουνιά.

Και μόλις ηλίου βασιλεία εφανερώθηκε και πάλι,
ψυχανεμίζοντας του ναού φωτερά ερείπια θρηνεί,
Καθώς στ' αναμμένου λύχνου τα ιερά υψώνονται καπνοί,
προσεύχεται στην έπαρση, στον φόβο, στην ντροπή.

Ευλογημένοι εκείνοι που τη θλιμμένη κατάρα αδειάζουν.
Ως το σύθαμπο η ασθένεια επέταξε, σαν τον χαλαστή της νηνεμίας,
Μα υπήρχε μια σκύλα αβάφτιστη στα λασπόνερα της αφαγίας.
Και στη φωνή της κωφώλαλες οι ασθένειες κατασιγάζουν.

ΧαμένοιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant