Ανθρωπιά

60 3 0
                                    

Μάταιη αυτή η πραγματικότητα,
που ζούμε για ωμή αλήθεια,
αφού σκουριασμένα της λήθης τα γρανάζια,
γέμουν από σκυφτές φτήνιες.

Και το μικρό χηνάρι της λευκής ελπίδας,
χαμογελά μες στις θαμπές σκιές,
που ξυλόσοφοι υποκριτές ορίσαμε,
εμάς τους ίδιους αποφασίσαμε.

Να γίνουμε σκουπίδια μαντρωμένα,
έξω από κάγκελα σκουριασμένα,
σαν της λήθης τα γρανάζια,
κι ακόμα πιο παρατημένα.

Είμαστε εμείς άνθρωποι,
άξιοι να λεγόμαστε άνθρωποι;
Είμαστε εμείς όντα ικανά,
να αγγίξουμε υπεράγαθους ουρανούς;

Κάποιος απήγγειλε με το σάλπισμά της,
ότι η αρχή του τέλους ήρθε,
κι όλοι στη σειρά τη ράχη του άλλου,
βλέπουν τη γέενα πυρός να ήλθε.

Οι λέξεις κινούνται σκοτεινές,
στο φλόγινο μονοπάτι,
απερίγραπτες να περιγράψουν,
το κορμί καίγεται μαζί με τ' άλλα (πτώματα).

Η ψυχή δε θα βρεί ηρεμία,
το νερό θα χαθεί στις φωτιές,
και τα μάτια σου Μαρία,
φανάρια μες στις σταλαγματιές.

Απολογία είναι οι δολοφόνοι που χτυπιούνται στην εξομολόγηση,
Απολογία είναι η απάτη θαμμένη μέσα στην αιτιολόγηση.
Και τα δάκρυά σου ,Μαρία,
Μου προκαλούν γαλήνη και ηρεμία.

Μα τσιμέντα κατακτούν τα σπίτια,
και οι φωτιές ανάβουν απο μεγάλα σπίρτα,
τόσο γυάλινες φωνές,
αντηχούν στις τζαμαρίες τις γυμνές.

Η τσίπα του εαυτού μας φεύγει,
ο λαός μας εκατέρρευσε,
μα πιο πολύ ολόκληρο το είδος,
τη φύση και τα πάντα εκατέστρεψε.

Βρίσκεσαι σε ασπρόμαυρο τοπίο,
και οι κινήσεις σου γνωστές από πριν,
άλλο ένα πιόνι χαραγμένη θυσία
στο όνομα του κόκκινου βασιλέως.

Εκατάντησες να μπλέκεσαι μες στα νήματα και τις κλωστές,
μόνο που δεν ξέρεις αν τα κουνάς ή
σε κινούν εκείνα.
Τόσο μαύρα σκοινιά...

Θάνατος οι λέξεις που χάνονται.
Θάνατος οι φωτιές που γεννώνται.
Θάνατος που το φιλότιμο μελάνι στο λεξικό εκατέληξε.
O tempora o mores...

ΧαμένοιWhere stories live. Discover now