1. Μπελάς

9K 289 9
                                    

Πρωί Κυριακής, επιτέλους χαλάρωνα από την εξεταστική, δύο εβδομάδες διαβάσματος κούρασαν τον οργανισμό μου. Το σπίτι είχε μια χαλαρωτική αύρα, και ησυχία, πράγμα περίεργο για τον αδελφό μου και τον κολλητό του. Τότε η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε και κατέληξα μούσκεμα από την κορυφή έως τα νύχια, μάλλον βιάστηκα να μιλήσω.

Το γνωστό γέλιο του Μάκη γέμισε τον χώρο, σηκώθηκα μέσα στα νεύρα, γεγονός που τον έκανε να γελάσει ακόμα πιο πολύ.

"Πας καλά αγόρι μουc" είπα

"Ναι μια χαρά εσύ;" είπε δίχως να σταματήσει να γελάει.

"Ααα δεν θα τα πάμε καλά, που είναι ο αδελφός μου;"

"Κάτω, μας φτιάχνει πρωινό"

"Μάλιστα, εσύ σπίτι δεν έχεις και όλη μέρα είσαι σε εμάς;"

"Έχω αλλά σαν εδώ δεν έχει, που αλλού θα βρω άνθρωπο να του σπάω τα νεύρα" είπε, τσιμπώντας μου το μάγουλο

"Κόφ'το"

Ήξερε πολύ καλά ότι δεν μου αρέσει να μου πειράζουν το πρόσωπο αλλά δεν σταμάτησε, τότε πήρα και εγώ τον κουβά που κρατούσε και του το έφερα στο κεφάλι. Έπειτα κατέβηκα κάτω, ο αδελφός μου ο Χρήστος ήταν στην κουζίνα και τηγάνιζε αυγά, μόλις με είδε μου χαμογέλασε διάπλατα.

"Καλημέρα μικρή"

"Μην με λες μικρή, είμαι δεκαοκτώ χρονών και εσύ δεκαεννιά, ένας χρόνος ισούται με τίποτα" είπα, κατσουφιάζοντας

"Το ξέρω, απλά μου αρέσει να σε πειράζω αδερφούλα, έλα κάτσε να φας" είπε και μου έδωσε ένα πιάτο με αυγά

Κάθισα στην τραπεζαρία και ξεκίνησα να τρώω, μετά από λίγα λεπτά ήρθε και ο Χρήστος με τον Μάκη γελώντας, κάθισαν και αυτοί μαζί μου να φάνε.

"Ρε μικρή γιατί είσαι μούσκεμα" ρώτησε ο Χρήστος αφού παρατήρησε τα βρεγμένα μου ρούχα

"Α μην ρωτάς εμένα, τον φίλο σου ρώτα που είναι και ο υπεύθυνος "

"Α άστο κατάλαβα"

Για τα υπόλοιπα λεπτά φάγαμε ήσυχα δίχως να ανταλλάξουμε κάποια κουβέντα, μόλις τελείωσα το πρωινό μου κατευθύνθηκα στο δωμάτιο μου για να ντυθώ. Είχαμε κανονίσει με την κολλητή μου την Μαρία να βγούμε για καφέ αργότερα, άνοιξα την ξύλινη μου ντουλάπα και έβγαλα έξω το αγαπημένο μου φόρεμα. Είναι ένα κεντητό άσπρο, με μάκρος μέχρι το γόνατο, αφού το φόρεσα, ψέκασα τον εαυτό μου λίγο άρωμα και έπιασα τα μακριά μου καστανά μαλλιά μια αλογοουρά. Από μακιγιάζ δεν έβαλα πολύ, μονάχα ένα απαλό ροζ κραγιόν και λίγη μάσκαρα για να τονίσω τα πράσινα μου μάτια. Μόλις τελείωσα και με το μακιγιάζ μου φόρεσα τα παπούτσια μου και αφού πήρα την τσάντα μου βγήκα έξω.

Βγαίνοντας από το δωμάτιο έπεσα κατευθείαν πάνω στο Μάκη ο οποίος φώναξε 'μπου' στα μούτρα μου, καταφέρνοντας να με τρομάξει μιας και δεν τον είχα παρατηρήσει.

"Αχαχα έπρεπε να δείς τα μούτρα σου" είπε γελώντας

"χαχα,.πολύ αστείο"

"Έτσι θα βγείς;" ρώτησε, παρατηρώντας το σύνολο μου

"Ναι γιατί"

"Σαν θείτσα είσαι"

Το σχόλιο του με πλήγωσε, κάθε φορά που με βλέπει, πετάει και κάποια προσβολή, δεν σκέφτεται ποτέ τα συναισθήματα μου.

"Πίσω μου σε έχω σατανά" είπα, σφίγγοντας τα δόντια

"Βασικά μπροστά σου με έχεις" είπε κλείνοντας το μάτι

"Αϊ μωρέ βλάκα"

Τον έσπρωξα στην άκρη για να περάσω και βγήκα από το σπίτι, αυτό το παιδί είναι σκέτος μπελάς και για άλλη μια φορά με καθυστέρησε στο ραντεβού μου. Όταν έφτασα στην καφετέρια, η Μαρία ήταν ήδη εκεί.

"Άντε βρε Έλενα γιατί άργησες" είπε, βλέποντας με

"Άσε Μαράκι, γιατί είμαι μέσα στα νεύρα" είπα, αφού κάθισα δίπλα της

"Ωχ κατάλαβα, πάλι θέμα είχες με τον Μάκη"

"Ε ναι, πάντα, μια μέρα χωρίς να έχω πρόβλημα με αυτόν δεν υπάρχει"

Αφού παραγγείλαμε τα ροφήματα μας, καταστρώσαμε ένα σχέδιο για να πάρω το αίμα μου πίσω, δεν θα ξέρει από πού του ήρθε.

Δεν σε αντέχω.Where stories live. Discover now