Bonus 3

999 31 4
                                    

Η μικρή Μαιρούλα είχε πια μεγαλώσει. Γνώριζε τι είχε συμβεί ανάμεσα στον πατέρα της και στον ανιψιό του.

Η καρδιά της πονούσε καθημερινά καθώς ένιωθε την απουσία του πατέρα της.

Θα ήθελε έστω και για μια στιγμή να τον δει και να τον σφίξει στην αγκαλιά της.

"Τι σκέφτεται το όμορφο κορίτσι μου;" άκουσε την φωνή της μητέρας της και αμέσως χαμογέλασε.

Δεν ήθελε να δείξει στην μητέρα της για το πώς νιώθει. Δεν ήθελε να την στεναχωρήσει και για αυτό έκανε πως δεν θυμόταν τον πατέρα της.

Ήταν το καλύτερο για όλους. Ο Μάνος είχε χαραχτεί για τα καλά στις καρδιές τους και αν μιλούσε κάποιος για εκείνον σίγουρα θα άνοιγαν πληγές.

"Ω τίποτα, απλώς έχω μια σημαντική συνάντηση.... Πολύ σημαντική" ψιθύρισε ενώ κοίταξε το κενό δολοφονικά.

Η Νίκη αναστέναξε και κάθισε δίπλα στην κόρη της. Έμοιαζε τόσο πολύ με τον πατέρα της και κάθε φορά που την κοιτούσε ένιωθε το πόσο της λείπει ο άντρας της ζωής της.

"Μην δουλεύεις πολύ, δεν κάνει καλό" της είπε καθώς έδωσε ένα φιλί στο κρόταφο της. "Μην μου κουράζεσαι ψυχή μου" της χάιδεψε το μάγουλο της.

"Ω, μαμά σταματά! Δεν έχω τίποτα" της είπε τσιμπώντας την μυτούλα της. "Τα λέμε μανούλα"

Την αποχαιρέτησε και έφυγε τρέμοντας.

Είχε έρθει η στιγμή να συναντήσει ένα άτομο από τα παλιά.

Έπρεπε να κάνουν μια σοβαρή κουβέντα και να πάρει το αίμα της πίσω.

Έπρεπε να πληρώσει για όλο το κακό που της έκανε.

*****

Ο ήχος της πόρτας ακούστηκε και εκείνος βαριεστημένος σηκώθηκε από το καναπέ και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Μπροστά του αντίκρισε μια νεαρή όμορφη κοπέλα που είχε ένα πολύ γνώριμο πρόσωπο.

"Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;" την ρώτησε και εκείνη τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.

Τον έσπρωξε και πέρασε μέσα στο σπίτι. Κοίταξε γύρω θέλοντας να δει σε τι σπίτι ζούσε.

Ένα όμορφο μικρό σπιτάκι. Κανένας δεν θα περίμενε πως ο Εφραίμ Παπαδοπουλος θα ζούσε σε ένα τόσο μικρό σπίτι.

"Θα κοιτάς για πολύ το σπίτι μου;" την ρώτησε καθώς πήρε το ποτήρι με το ποτό του και το ήπιε. "Θα μου πεις τι θες;" συνέχισε άλλα η νεαρή κοπέλα δεν απάντησε.

Κοιτούσε το σαλόνι γύρω γύρω όταν αντίκρισε μια κορνίζα. Την έπιασε στο χέρι και αναγνώρισε αμέσως τις δύο γυναίκες. Ήταν εκείνη και η μητέρα της μαζί του. Γέλασε.

"Ποιές είναι αυτές;" τον ρώτησε και εκείνος την πλησίασε και της πήρε την κορνίζα από τα χέρια της.

"Να μην σε νοιάζει" της είπε και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε.

Τα μάτια της και το πρόσωπο της όταν πολύ γνωστό. Κάτι τον τραβούσε, όχι ερωτικά άλλα στοργικά.

Χάιδεψε το μάγουλο της ενώ συνέχισε να κοιτάζει τα μάτια της.

"Δεν θα απαντήσεις ποιες είναι;" τον ρώτησε ενώ εκείνος πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της και άφησε ένα φιλί στο κούτελο της.

"Οι πριγκίπισσες μου... Η μια από αυτές είναι μπροστά μου" είπε ενώ προσπάθησε να συγκρατηθεί.

Δεν ήθελε να φανεί αδύναμος μπροστά της. Μπροστά της στεκόταν η μικρή του Μαιρούλα.

"Μας πόνεσες" του είπε ενώ συγκροτήθηκε για να μην αφήσει τα δάκρυα της να κυλήσουν. "Μου πήρες τα πάντα" συνέχισε. "Με άφησες χωρίς πατέρα"

Κατέβασα το κεφάλι του ντροπιασμένος. Η γλυκιά του Μαιρούλα ήταν θυμωμένη μαζί του και ήταν στεναχωρημένη.

"Λυπάμαι" είπε καθώς την κοίταξε.

"Και εγώ λυπάμαι" του είπε και ακούστηκε ο ήχος του πυροβολισμού.




Story by ~ ntani_ela

Ο άγριος διευθυντής 2 ✔Where stories live. Discover now