Ενα τελος και μια αρχή

32 3 2
                                    

☆Τέλος Αυγούστου☆

Νεφέλης POV

Καθόμουνα στο κατάστρωμα του πλοίου, με τα ακουστικά να απομονώνουν τους ενθουσιασμένους τουρίστες και τον ενοχλητικό θόρυβο της προπελας ...

Καθόμουν όπως πάντα μόνη, μακρυά από την οχλοβοή έχοντας τα μαλλιά μου λυμένα να πέφτουν στους ώμους μου , μέχρι να τα πάρει το απαλό αεράκι που δημιουργούσε η κίνηση του πλοίου.Αυτη η φορά όμως ήταν διαφορετική από τις άλλες. Γυρνούσα σπίτι μετά από μια εβδομάδα διακοπών, που σημειωτέον δεν ευχαριστήθηκα ούτε στο ελάχιστο.Τις προηγούμενες φορές κυριαρχούσε ένα αίσθημα ενθουσιασμού και ανακούφισης.Γυρνουσα πίσω στο σπίτι μου θα έβλεπα τους φίλους μου, θα κάναμε ατελείωτες βόλτες ξεγνιαστοι, κάνοντας εικασίες για την σχολική χρονιά που έπεται να έρθει...!!!

Αυτή την φορά, όμως κάτι με τραβούσε πίσω. Πουθενά δεν ένοιωθα να είμαι σπίτι μου ,σπίτι με την έννοια της ασφάλειας, της οικογένειας. Έβλεπα το πλοίο να απομακρύνει από το λιμανάκι της Νάξου, της Νάξου που τόσο αγαπούσα...!

Όσο ήμασταν εκεί ένοιωθα πως δεν μπορεί να με αγγίξει τίποτα, τίποτα δεν μπορούσε να μου κάνει κακό, να με αγχωσει, να ταράξει την ηρεμία μου.Ηταν το ένα και μοναδικό μέρος στο σύμπαν ολόκληρο που ένιωθα τόσο τεράστια ασφάλεια.

Ξεγνοιασιά, βόλτες στην παραλία το ξημέρωμα μαζί με τον Σταμάτη και την Δήμητρα οι οποίες φυσικά συνοδεύονται πάντα από παγωμένο fredo cappuccino και βουτιές από τον βράχο του αϊ Γιώργη,λίγη ηλιοθεραπεία ίσα ίσα να ροδισουμε και μετά 5 λεπτά δρόμος μέσα στα κατάλευκα καλντερίμια της Νάξου με λουλούδια στο αυτή, περπατούσαμε χαζογελώντας μέχρι το σπιτι της γιαγιάς Μαρίας. Εκεί συναντούσαμε την υπόλοιπη φαμίλια καθόμασταν στο ψηλό μπαλκόνι κάτω από την σκιά της ανθισμένης πέργκολας, και με θέα ολόκληρη την πόλη της Νάξου περνάμε το Πρωίνο μας.Ολοι μαζί σαν οικογένεια μαμάδες, μπαμπάδες, παιδιά....κάθε γενιάς, αλλά ήμασταν οικογένεια.

Στην συνέχεια, ένα σορτσάκι, μια αέρινη μπλούζα, και 2 λεπτά μακριά ήταν το κέντρο της πόλης.Τοσο κοντά ήταν όλα, μπορούσες να πας όπου ήθελες ότι ώρα ήθελες!Εγώ αγκαζέ με την Άννα και από πίσω ο Ορφέας με τον Σταμάτη να ακολουθούν.Οπως πάντα κάναμε την κλασική βόλτα στην εκσυγχρονισμένη κεντρική πλατεία και στην συνέχεια ανεβεναμαι προς τα πάνω. Τρυποναμαι μέσα στα λιθόστρωτα δρομάκια της παλιάς πόλης το "κάστρο" που λένε και οι ναξοιοτες.
Περνούσαμε μέσα από τις βαριές ξύλινες πόρτες του κάστρου και από εκεί και πέρα ξεδιπλώνεται ένας εντελώς άλλος κόσμος μικρά μαγαζάκια, όπως θα ήταν την εποχή που ακόμη υπήρχαν οι πειρατές και οι βασίλισσες και οι βασιλιάδες, τότε που οι κυραδες φορούσαν κεντιτα φουστάνια και κρατούσαν γκιουμια γεμισμένα ως απάνω με γλυκό νερό πιάνοντας την ψηλή κουβέντα και τα παιδιά να είναι ξεγνιαστα ξαμωλιμαινα στον λαβύρινθο από σοκάκια και στοές.Τωρα τα σπίτια τους είχαν μετραπει άλλα σε μικρά μούσια με πλούσια ιστορία τα οποία είχαμε επισκεφτεί ένα προς ένα, αλλά είχαν γίνει καφετέριες, ταβέρνες και αλλά παρέμενε σπίτια πάντα κρατώντας την αυθεντική κατασκευή,
διατηρώντας, έτσι αναλλοίωτη την ιστορία του τοπου..
Κάθε φορά φροντίζαμε να ανακαλύπτουμε και από μια Καινούργια καφετέρια που δεν έχουμε ξανά επισκεφθεί, έτσι μπορούσαμε να δούμε το νησί από πολλές πλευρές , χωρίς πολύ κόπο..

Τα βράδια... ξεφάντωμα στην βόλτα, ήταν ο δρόμος που περνούσε μπροστά από το λιμάνι όπου μπαρκαραν οι νησιώτες αλλά και οι θαρραλέοι τουρίστες τα ιστιοπλοϊκά και τα κότερα τους!Πλούσιο νησί και όμορφο η Νάξος...!!!Στην βόλτα που λες...υπήρχε ποικιλία μαγαζιών, τα οποία σε προσκαλούσαν με πόρτες ορθανοιχτες να περάσεις βραδιές αξέχαστες...Από ψαροταβέρνες και γκουρμεδιαρικα κουλτουροεστιατορια μέχρι ροκ μπαρ και high tech night club.
Ότι τραβούσε η ψυχή σου το είχε φίλε μου!!!
Μετά τις τρελές νύχτες όλοι μαζί κατακουρασμενοι αλλά όχι αυτή η ανυπόφορη κούραση η άλλη, η γλυκιά, αυτή που σε κάνει να πέφτεις στο κρεβάτι με τους φίλους σου και να συνεχίζεται να γελάτε...
Να έχετε το παράθυρο νταμπαρα ανοιχτό με τις κουρτίνες να ανεμίζουν, να χαζεύεται τα κύματα που σκαν πάνω στην πρύμνη από τα μικρά πλοιαρακια με την αύρα της θάλασσας να σας κατακλύζει και όλη η τσακακοπαρεα βολεμένη στην τεράστια κρεβάτα να φιλοσοφεί, μέχρι και το τελευταίο νυχτοπούλι να κοιμηθεί...!
Και την επόμενη μέρα ξαναμανα...

ΑΥΤΉ ΕΊΝΑΙ ΖΩΉ!!!!

Πίσω στην σκληρή πραγματικότητα όμως...
Σάλπαρε το πλοίο μας για το πολύωρο ταξίδι προς το γνωστό λιμάνι του Πειραιά και εγώ ασυναίσθητα, σαν τα μικρό παιδί με ένα αθώο παράπονο στην φωνή:

Νεφέλη:Μαμά δεν θέλω να. φύγω...θέλω να μείνω εδώ

Μαμά:Έλα εδώ κοριτσάκι μου όμορφο, έλα να σε πάρω στην αγκαλιά μού.
Μην μου στενοχωριέσαι. Εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου ότι και να γίνει!
Και όλη η Νάξος θα είναι μαζί σου, πρώτη θέση στον αγώνα , να σου κουνάμε τις σημαίες στον τερματισμό.
Θα σε περιμένουν μετά τις πανελλήνιες, εδώ και θα κάνουν γλέντι τρικούβερτο!!!!
Η γιαγιά Μαρία, η Δήμητρα, ο Σταμάτης, η Άννα.... όλοι, ολοι εδώ θα είναι και θα σε περιμένουν!
Το λάβαρο ψηλά ρε χαζούλι...όλοι μαζί σου είμαστε!

Νεφέλη:Ξέρω...Ξέρω αλλά το καλοκαίρι είναι μακριά....

Δεν μπορούσα άλλο να κρατήσω τα δάκρυα μου,έσπασα την αγκαλιά μας, της χάρισα ένα χαμόγελο και πηγα στο πάνω κατάστρωμα όπου φόρεσα τα ακουστικά μου και χάθηκε στην σκέψη μου!

Δε θέλω να γυρίσω πίσω φοβάμαι.
Και όχι δεν φοβάμαι τις εξετάσεις, φοβάμαι το τι θα γίνει μετά!
Είναι ο τελευταίος χρόνος που μπορώ να είμαι παιδί με όλη την σημασία της λέξης. Εκτός από αυτό, ολοι κάτι περιμένουν από εμένα, έχουν προσδοκίες που εγώ δεν απαιτώ από τον εαυτό μου ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα...Τι κάνω τώρα; Πώς θα τα βγάλω πέρα;

Όλοι λένε ότι σε αυτόν τον αγώνα είμαστε μαζί... εμ δεν είναι έτσι!
Σε αυτόν τον αγώνα είσαι ΕΣΎ και ο ΕΑΥΤΌΣ ΣΟΥ έναντι στον κόσμο ολόκληρο και όσο πιο νωρίς το καταλάβεις, τόσο καλλίτερα για σένα υποθέτω, ή τουλάχιστον έτσι λένε...

Νάξο δεν ξέρεις πόσο μου λείπεις ρε γαμωτο...
Εκεί έχασα τον εαυτό μου, εκεί ακριβώς όπου τον βρήκα!!!

Guess Who Fucked Up Où les histoires vivent. Découvrez maintenant