"Ουάου... Το σπίτι μας έχει γίνει σαν μπουρδέλο." Λέω στον Παύλο και αμέσως γυρνάει και με κοιτάζει.
"Μπορείς να σταματήσεις να βρίζεις σαν νταλικέρης?" Με μαλώνει.
"Όχι." Απαντάω χαλαρά.
"Καλά. Εγώ προσπάθησα." Μου λέει και γελάω λιγάκι.
"Γενικά το έχεις πολύ με την προσπάθεια." Τον ειρωνεύομαι.
"Καλά... Έτσι και αλλιώς... Δεν είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για την συμπεριφορά σου. Αλλά... Για να σου πω μια αλήθεια." Μου λέει και τον κοιτάζω χωρίς να καταλαβαίνω.
Τι μπορεί να θέλει να μου πει?
Και γιατί έπρεπε να έρθουμε στο σπίτι?
Ο Παύλος με σηκώνει στην αγκαλιά του και με πηγαίνει προς τον πάνω όροφο και με αφήνει έξω από ένα δωμάτιο που πάντα είναι κλειδωμένο.
Δεν ξέρω τι έχει εκεί μέσα αλλά δεν είναι ότι με νοιάζει και όλας.
Λογικά είναι αποθήκη.
"Μητσάκη μου... Ξέρεις ποιά είναι η πρώτη μου ανάμνηση με εσένα?" Με ρωτάει.
"Να πέφτεις πάνω μου τρέχοντας να ξεφύγεις από τις νοσοκόμες που θα έβαζαν στο ορφανοτροφείο?" Τον ρωτάω ως απάντηση και γελάει λιγάκι.
"Ναι... Εκτός από αυτή... Θυμάμαι πολύ έντονα εσένα την πρώτη μέρα που ήρθα να κλαις έξω από την αποθήκη στο χωριό και σε πλησίασα. Σε ρώτησα τι έγινε και εσύ μου απάντησες κλαίγοντας ότι ο θείος Τάκης σου είχε κρύψει εκεί μέσα μια κούκλα σου για να σε πειράξει και φοβόσουν να μπεις μέσα να την πάρεις." Μου λέει και γελάω λιγάκι όπως και εκείνος.
"Ναι... Σου είπα ψέματα." Του απαντάω και γελάει πάλι.
"Ναι... Και με κλείδωσες μέσα και εγώ άρχισα να κλαίω και να σε παρακαλώ να με βγάλεις έξω γιατί ήμουν κλειστοφοβικός. Αλλά εσύ απλά με άφησες και έφυγες." Μου υπενθυμίζει.
"Ναι... Γιατί ζήλευα ότι όλοι σε αγαπούσαν τόσο πολύ και σου έδιναν τόση προσοχή. Αν και εγώ πρότεινα στην μαμά να σε υιοθετήσουν... Δεν σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να προσέχουν να νοιάζονται και να αγαπάνε και εσένα." Του εξηγώ.
"Ναι... Και μετά από δύο ώρες η μαμά σου ήρθε μου άνοιξε και εγώ δεν σε έδωσα. Είπα ότι κλειδώθηκα μόνος μου καταλάθος. Και επειδή φοβόμουν τόσο κοιμήθηκα στο κρεβάτι του Θάνου και της Αντριάνας. Σου λέγαμε να έρθεις και εσύ αλλά είπες να το παίξεις μεγάλη και πηγές να κοιμηθείς μόνη σου. Και φοβόσουν γιατί ήταν σκοτεινά και τελικά απλά εκείνες μόνη σου στο δωμάτιο σου και περίμενες να ξημερώσει. Όταν σηκώθηκα για να πάω στο μπάνιο σε είδα και πήγα να σε ρωτήσω γιατί δεν κοιμάσαι και γιατί με κλείδωσες στην αποθήκη. Εσύ μου απάντησες με μια μπουνιά στο μάτι." Συνεχίζει να λέει και γελάω.